Του Γιάννη Ιωάννου
Ο Ιούλιος ταυτίζεται στην Κύπρο με την υπενθύμιση των όσων τραγικών συνέβησαν εκείνο το καλοκαίρι του 1974, που σφράγισαν τη σύγχρονη πολιτική ιστορία του τόπου. Το πραξικόπημα και η τουρκική εισβολή που πλήγωσαν ανεπανόρθωτα όχι μόνο τους πολίτες του νησιού, αλλά και την ίδια την Κυπριακή Δημοκρατία με το αποτέλεσμα του διαχωρισμού και της στρατιωτικής κατοχής να είναι ακόμη και σήμερα η πραγματικότητα κάτω από την οποία ζούμε.
Η περίοδος πριν και κατά τη διάρκεια του 1974 παραμένει, επί της ουσίας, μια εποχή στην οποία επικράτησαν συγκεκριμένα πoιοτικά στοιχεία: Η πολιτική και εθνοτική βία, η θεσμική κατάρρευση του κράτους, κρίσιμες γεωπολιτικές συγκυρίες σε μια περίοδο κλιμάκωσης του Ψυχρού Πολέμου, εθνικισμοί, κοντόφθαλμες αντιλήψεις και αναγνώσεις του πολιτικού σκηνικού εσωτερικά και διεθνώς. Κυριότερα όμως επικράτησε μια κουλτούρα πολιτική, η οποία ενώ διέκρινε πως τα πράγματα οδεύουν προς την εθνική καταστροφή δεν διέθετε ούτε την ωριμότητα αλλά ούτε και τη σύνεση προκειμένου να την αποφύγει. Σαν τη συννοσηρότητα ενός βαριά καταθλιπτικού ατόμου που φλερτάρει με την αυτοκαταστροφή, την καταστροφική εξάρτηση ή ακόμη και την αυτοκτονία.
Το νοσηρό αυτό κλίμα των φορτισμένων ημερών του 1974 επανέρχεται όχι μόνο επετειακά -κάθε καλοκαίρι- ως ένα διάλειμμα από την νιρβάνα των ημερών και τα επιμέρους σύγχρονα προβλήματα αλλά κι ως πραγματικότητα μιας και σήμερα, 48 χρόνια μετά, η οριστική απώλεια της μισής πατρίδας –ντε φάκτο κατεχόμενης– τείνει να επικρατήσει ως πολιτική συνθήκη. Χωρίς διάλογο στο Κυπριακό εδώ και πέντε χρόνια, με νέα τετελεσμένα σε ξηρά και θάλασσα και με παγιωμένη την αντίληψη μεταξύ του κόσμου όχι για επιστροφή και επανένωση της πατρίδας αλλά για διατήρηση των κεκτημένων στη μισή. Κι ενώ τα πράγματα, τα τελευταία χρόνια, έχουν βελτιωθεί πολιτικά απολαμβάνοντας στην Κύπρο εμπεδωμένη Δημοκρατία (με τα προβλήματά της), ευρωπαϊκή ιδιότητα ως κράτη μέλη της Ε.Ε. και προβλήματα του… Πρώτου Κόσμου μια συνθήκη –που έρχεται απευθείας από το 1974– δεν έχει αλλάξει: To πόσο κοντόφθαλμα ως λαός κοιτάζουμε τις αρνητικές εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα, εσωτερικά κι εξωτερικά, ενώπιόν μας.
Είναι κάποιου είδους συλλογικό τραύμα που μας ακολουθεί από το ’74; Μια νοοτροπία του λαού μας που δεν αλλάζει προς το καλύτερο όσα κακά κι αν μας έχουν συμβεί; Ένας συνδυασμός τους ή μια συνθήκη που ακόμη δεν έχουμε ερευνήσει; Ό,τι κι αν είναι αυτό που πλέον έχει καταστεί προφανές είναι πως όταν συζητάμε για τα γεγονότα του 1974 αδυνατούμε να διδαχτούμε εκείνα τα μαθήματα που θα μας κάνουν να συνειδητοποιήσουμε πού κάναμε λάθος. Και είτε σκόπιμα, είτε από άγνοια, είτε από συνήθεια αναπαράγουμε –μισό αιώνα μετά– τις ίδιες κοινοτυπίες. Που στο συγκείμενο της σύγχρονης πολιτικής ζωής και των ζητούμενών της καταντούν αν όχι κενές περιεχομένου, σίγουρα κοντόφθαλμες. Εξάλλου κάθε Ιούλη μετά το 1974 οι πολιτικές ελίτ του τόπου είτε θα γράφουν και θα ξαναγράφουν τις ίδιες ομιλίες, είτε θα ερίζουν για σκοπούς μικροπολιτικής αντιπαράθεσης με αφορμή τις ευθύνες του τότε. Καμιά αυτοκριτική, καμιά ουσιαστική εθνική συμφιλίωση και, κυριότερα, καμιά προοπτική για το μέλλον. Με το ίδιο να ισχύει στην περίπτωση του πώς τόσο το Κυπριακό όσο και οι επέτειοι των τραγικών γεγονότων του ’74 εισέρχονται στην τρέχουσα προεκλογική με τον ίδιο πάντα τρόπο. Συζητάμε για το αν υποχωρούν ή όχι τα κόμματα στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές αλλά κανείς δεν επισημαίνει πως είτε ισχύει, είτε όχι στην Κύπρο για να εκλεγείς Πρόεδρος το 1983, το 1993 και το… 2023 πρέπει να επαναλάβεις τις ίδιες χιλιοειπωμένες ατάκες για το Κυπριακό. Τίποτα δεν έχει αλλάξει επί τούτου.
Οι μέρες παραμένουν φορτισμένες. Και το 2023, όπως εξελίσσονται τα πράγματα, δεν αποκτά σημασία για το ποιος θα είναι ο επόμενος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αλλά για το πόσο εγγύτερα θα μας φέρει σε μια κατάσταση πραγμάτων που με όρους εθνικής καταστροφής θα μπορούσε δυνητικά να είναι ένα νέο 1974. Ας ελπίσουμε πως το βλέπουν οι πολιτικοί μας και δεν βρίσκονται στην κατάσταση εκείνη πριν από τα γεγονότα του Ιουλίου, τότε. Μισό αιώνα πριν. Που όλοι έβλεπαν τι έρχεται αλλά κανείς δεν αντιδρούσε. Κι αν το βλέπουν, ας ελπίσουμε, πάλι, πως έχουν την στρατηγική εκείνη για να το αποτρέψουν.
Τwitter: @JohnPikpas