Είκοσι χρόνια φέτος από το δημοψήφισμα για το Σχέδιο Ανάν, την ιστορική αυτή συγκυρία, το momentum της οποίας χάσαμε οριστικά. Και όταν λέω πως ήταν μια συγκυρία ιστορική, δεν εννοώ πως το σχέδιο ήταν τέλειο, ουδέποτε άλλωστε θα ερχόταν ενώπιόν μας τέλειο σχέδιο, όσο και αν επιμένουν οι «υπερπατριώτες» πολιτικοί μας να βαυκαλίζουν τον κόσμο, τροφοδοτώντας τα τραύματα και τις ελπίδες του προς αυτή την κατεύθυνση. Όταν λοιπόν λέω πως η συγκυρία ήταν ιστορική, αναφέρομαι στην υποστήριξη του Σχεδίου από τον διεθνή παράγοντα, στην κατοχύρωσή του μέσω των ευρωπαϊκών θεσμών, στη δυναμική αντίδραση των Τουρκοκυπρίων εναντίον του Ντενκτάς, και στο γεγονός πως η εμπιστοσύνη μεταξύ των Ε/κ και Τ/κ ήταν στην καλύτερή της εκδοχή. Και τώρα, 20 χρόνια μετά και στη χειρότερη φάση του Κυπριακού, μόνο να αναλογιστούμε πώς θα ήταν η χώρα και πόσοι πρόσφυγες θα ήταν στα σπίτια τους, αν αποδεχόμασταν το Ανάν αρκεί για να αντιληφθούμε πού μας οδήγησε η απόρριψή του.
Οι «υπερπατριώτες», ωστόσο, εξακολουθούν να εθελοτυφλούν. Είναι ενδεικτικό ότι πέρυσι τέτοια εποχή ο κ. Χρύσης Παντελίδης «γιόρταζε» το «Μεγάλο ″όχι″» με μια ανάρτηση στην οποία έλεγε πως «η απόφαση του 76% των Κυπρίων διέσωσε την Κύπρο και απέτρεψε την υποβάθμισή της σε τουρκικό προτεκτοράτο», προσπερνώντας βέβαια τη μεγάλη πιθανότητα σημαντικό μέρος αυτού του 76% να κατέληξε στην απόρριψη για λόγους που δεν είχαν να κάνουν με το περιεχόμενο ή τις δυνατότητες του Σχεδίου. Και αναφέρομαι βέβαια στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα που υπήρχε τότε και η οποία διαχώριζε τους πολίτες σε «πατριώτες» και «προδότες» και απέτρεπε τη σφαιρική και δίκαιη πληροφόρηση της κοινής γνώμης για το σχέδιο, με αποτέλεσμα να παραμένει ακόμα μετέωρο το ερώτημα, κατά πόσο η απόρριψη του Ανάν ήταν συνειδητή επιλογή ή προϊόν πολιτικής χειραγώγησης. Αποκαλυπτική άλλωστε ήταν η περιγραφή του κ. Παπαπέτρου πέρσι σε ένα podcast όπου είπε ξεκάθαρα πως «επρόκειτο για περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης και πως μόνο μια φωνή ακουγόταν και οποιαδήποτε άλλη φωνή τασσόταν υπέρ, έπρεπε να σπιλωθεί, να συκοφαντηθεί και να παρουσιαστεί σαν προϊόν προδοσίας ή εξαγοράς». Είναι μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα των συναισθηματικών «εκβιασμών» και των καθοδηγούμενων «ερμηνειών» που κλήθηκε ο κόσμος να αποφασίσει τι θα ψηφίσει, και γι’ αυτό κανένας ακόμα δεν έχει λογοδοτήσει από όσους δημιούργησαν ή ανέχτηκαν τη «δαιμονοποίηση» του «ναι». Και δεν είναι μόνο οι «υπερπατριώτες» που οφείλουν λογοδοσία. Είναι και οι άλλοι, οι οποίοι εν μια νυκτί αποφάσισαν να πουν «όχι» για να τσιμεντώσουν το «ναι».
Όπως αποκάλυψε ο κ. Άντρος Κυπριανού, ένας από τους λόγους της απότομης μεταστροφής τους ήταν ότι «αιωρείτο η απειλή πως ο Παπαδόπουλος θα παραιτείτο σε περίπτωση που υιοθετείτο το ″ναι″ και πως σε τέτοιο ενδεχόμενο θα ζητείτο από τον Χριστόφια να υπογράψει το σχέδιο ως πρόεδρος της Βουλής, ένα σχέδιο που δεν είχε διαπραγματευτεί ο ίδιος». Είπε επίσης πως «φοβήθηκαν ότι το ″ναι″ του ΑΚΕΛ θα οδηγούσε σε έναν εθνικό διχασμό». Εξαιτίας δηλαδή της πολιτικής δειλίας του ΑΚΕΛ να αρθεί στο ύψος της ιστορικής εκείνης συγκυρίας, προτίμησαν οι κατά τ’ άλλα υπέρμαχοι της λύσης να αφεθεί το Ανάν έρμαιο της περιρρέουσας ατμόσφαιρας των «υπερπατριωτών», όπου οποιαδήποτε φωνή τασσόταν υπέρ, κατασυκοφαντείτο. Γεγονός που το παραδέχτηκε και ο ίδιος ο κ. Κυπριανού λέγοντας χαρακτηριστικά πως όντως δεν υπήρχε ανοχή στη διαφορετική άποψη και πως «η δαιμονοποιήσή της ήταν μια μελανή σελίδα στην ιστορία της κυπριακής πολιτικής ζωής». Είκοσι χρόνια μετά, και κανένας δεν ανάλαβε ποτέ την ευθύνη για αυτή τη μελανή σελίδα, η οποία οδήγησε στο να χάσουμε μια ιστορική συγκυρία. Ούτε οι μεν, που τάχα μου «διέσωσαν την Κυπριακή Δημοκρατία», ενώ στην ουσία χειραγωγούσαν την κοινή γνώμη, ούτε οι δε, οι οποίοι ήθελαν τάχα να αποτρέψουν τον εθνικό διχασμό, ενώ την ίδια ώρα ανέχονταν τη δαιμονοποίηση του «ναι»!