Για τους πλείστους από εμάς είναι μία ακόμα είδηση. Στενάχωρη μεν, καταδικασμένη δε να φύγει όσο το δυνατό πιο σύντομα από τη σκέψη μας. Δεν θέλουμε να δώσουμε περισσότερη προσοχή, ίσως από μια ενδόμυχη αποστροφή στην ιδέα ότι κάποια στιγμή θα βρεθούμε εμείς στη θέση τους. Ανήμποροι και εξαρτημένοι από ένα κράτος που δεν νοιάζεται για την αξιοπρεπή γήρανση των πολιτών του και αφημένοι σε μια νοοτροπία που συντηρεί και τροφοδοτεί καθημερινά τον ηλικιακό ρατσισμό, καταχωρώντας τους ηλικιωμένους στην κατηγορία των «ξοφλημένων».
Η είδηση λέει πως οι ηλικιωμένοι μας στις περισσότερες στέγες ευγηρίας παραμελούνται και κακοποιούνται. Ο γεροντολόγος κ. Κυριαζής χαρακτηρίζει πολλές από αυτές τις στέγες ως «προθάλαμους θανάτου». Οι ηλικιωμένοι μας στο έλεος ανεκπαίδευτων φροντιστών, σε κτίρια που μυρίζουν κατάθλιψη και μοναξιά, ξεχασμένοι μπροστά από μια οθόνη τηλεόρασης περιμένουν το τέλος τους. Άνθρωποι που κουβαλούν στο σώμα τους την πρόσφατη ιστορία του τόπου, που πέρασαν δηλαδή πόλεμο, βάσανα, φτώχιες, ανατροπές, διαψεύσεις, ματαιώσεις και κατάφεραν με τα λιγοστά μέσα που είχαν και τις λιγοστές ελπίδες που τους απέμειναν να επιβιώσουν στηρίζοντας την πατρίδα τους, τώρα βρίσκονται ενώπιον αυτής της τρομαχτικής διαπίστωσης: Πώς η πατρίδα τους έχει καταντήσει τόσο λιγόψυχη ώστε να μην τους προσφέρει καν εκείνο το οποίο δικαιούνται: Αξιοπρεπή γηρατειά. Να φύγουν δηλαδή όπως έζησαν, με το κεφάλι ψηλά. Αντ’ αυτού με την ανοχή όλων εμάς που θεωρούμε πως δεν έχουμε χρόνο ν’ ασχοληθούμε με τους γέρους μας γιατί πλέον «έτσι είναι η ζωή», να μην έχεις χρόνο για τα ουσιώδη και να ξοδεύεσαι σε μια μάταιη βιασύνη για τα επουσιώδη, οι ηλικιωμένοι μας πεθαίνουν μοναξιασμένοι και ταπεινωμένοι την ίδια ώρα που το ανύπαρκτο κράτος πρόνοιας αρθρώνει κούφιες εξαγγελίες με διάφορα θα και θα που θα βελτιώσουν στο μέλλον τις συνθήκες της τρίτης ηλικίας.
Λες και οι γέροι μας έχουν όλο τον χρόνο στη διάθεσή τους να περιμένουν για τ’ αυτονόητα. Το αποτέλεσμα αυτής της αναλγησίας όλων μας: Στέγες ευγηρίας απαράδεκτες, με αδιάφορους και ανεκπαίδευτους φροντιστές, οι οποίοι φτάνουν στο σημείο να δένουν, όπως λέει ο κ. Κυριαζής σε ρεπορτάζ του «Φ» τους ηλικιωμένους στο κρεβάτι τους επειδή είναι ανήσυχοι. Κάποιοι μάλιστα φέρουν μώλωπες, άλλοι μικροτραυματισμούς ενώ σε μερικούς λείπουν και τούφες από τα μαλλιά τους. Απάνθρωπες πρακτικές που όμως έχουν γίνει συνήθεια στην Κύπρο λέει ο κ. Κυριαζής. Και ο κ. Αντωνίου, πρόεδρος του Παρατηρητηρίου Τρίτης Ηλικίας, προσθέτει πως δεν είναι μόνο στις στέγες που δεινοπαθούν οι ηλικιωμένοι μας αλλά και στα σπίτια τους, όταν τα παιδιά και εγγόνια τους κάνουν βδομάδες να τους επισκεφθούν και δεν γνωρίζουν καν πώς τους συμπεριφέρεται η οικιακή βοηθός στην οποία αναθέσαν τη φροντίδα τους . Ο κ. Αντωνίου υπογράμμισε πως εκείνο που πρωτίστως απουσιάζει είναι η Εθνική Στρατηγική για την Τρίτη Ηλικία. Και φυσικά το κράτος απαντά πως αυτή είναι στα σκαριά, λες και είναι απόλυτα φυσιολογικό και όχι επιεικώς εγκληματικό ότι όλα αυτά τα χρόνια –από την ανεξαρτησία μας και εντεύθεν– δεν υπήρχε κανείς να σκεφτεί μια τέτοια στρατηγική και να την εφαρμόσει ώστε να υπάρχουν σήμερα κρατικές, αξιοπρεπείς δωρεάν στέγες ευγηρίας σε κάθε πόλη (μην πω και γειτονιά) αλλά και επαγγελματίες για κατ’ οίκον φροντίδα των ηλικιωμένων. Ψιλά γράμματα όμως.
Οφείλουμε ωστόσο να συνειδητοποιήσουμε πως σε ένα μικρό νησί όπου κάποτε η γιαγιά και ο παππούς ήταν τα κεντρικά πρόσωπα της οικογένειας και τους φροντίζαμε, αναγνωρίζοντας τη σοφία των βιωμάτων τους και την αντοχή τους να στέκονται παράμερα και να επιβιώνουν σε κάθε συνθήκη, το να φτάνουμε στο σημείο σήμερα να τους πετάμε σε απαράδεκτες στέγες ή να τους εγκαταλείπουμε στη μοναξιά τους γιατί δεν έχουμε το χρόνο ή γιατί «έζησαν τη ζωή τους» αυτό λέει πολλά για το ποιοι γίναμε. Όπως και για το τι είδους κράτος καταφέραμε να χτίσουμε.