Λίγη αποστασιοποίηση χρειάζεται και καθαρός νους, για να καταλήξει κανείς στη θλιβερή διαπίστωση πως κάτι δεν πάει καθόλου καλά σ’ αυτή τη χώρα. Είναι λες και μας σκέπασε ένα πέπλο αβάσταχτης ελαφρότητας και απροσμέτρητης επιδερμικότητας, το οποίο απορρυθμίζει την πυξίδα μας και μας αφήνει σε πλήρη αποπροσανατολισμό. Όλα –από τα πιο σοβαρά στα λιγότερο σημαντικά– τα κόβουμε και τα ράβουμε στα μέτρα του φαίνεσθαι και του κατ’ επίφαση, απρόθυμοι να εντρυφήσουμε σε ό,τι κείται πέρα από την επιφάνεια και το οποίο ενδεχομένως θα μας ωθήσει να αναλογιστούμε, να συλλογιστούμε και να προβληματιστούμε με απώτερο σκοπό να αλλάξουμε προς το καλύτερο και μαζί με μας κι αυτός ο έρμος τόπος. Προγραμματίζουμε ένα σωρό εκδηλώσεις για τα πενηντάχρονα της εισβολής λες και πρόκειται για μια εξαίρετη ευκαιρία να διοργανώσουμε διάφορα «event» αντί να σκύψουμε το κεφάλι ταπεινά και να εγκύψουμε με βαθιά περισυλλογή στο τι έχει συμβεί και στο πού βρισκόμαστε τώρα.
Κάνουμε τοπικές μεταρρυθμίσεις και οργανώνουμε βάσει αυτών δημοτικές εκλογές, και πουθενά, ούτε στον προεκλογικό λόγο, ούτε στην επιλογή των υποψηφίων, ούτε βέβαια στις κομματικές συμμαχίες όπου στον ένα δήμο δύο κόμματα συμμαχούν και στον άλλο είναι αντίπαλα, δεν φαίνεται πως εκείνο που πραγματικά μας ενδιαφέρει είναι να μεταρρυθμιστούμε. Έχουν γεμίσει οι δρόμοι με αφίσες υποψήφιων λες και όλο αυτό το «πανηγύρι» συμβαίνει για να αποκτήσουν όσοι περισσότεροι γίνεται θέσεις στη δημαρχία, στην αντιδημαρχία, στην Ευρωβουλή, στη σχολική εφορία, χωρίς να αρθρώνεται στις πλείστες περιπτώσεις πολιτικός λόγος με μπούσουλα για το παρακάτω αλλά και ως ένδειξη επίγνωσης της κρισιμότητας της εποχής μας. Αντ’ αυτού, περιφέρονται γύρω μας διαφημιστικά σποτάκια και σλόγκαν κενά περιεχομένου που αντικατοπτρίζουν την κενότητα που μας πλάκωσε περισσότερο και από την σκόνη. Την ίδια ώρα παρακολουθούμε τους δύο ανεξάρτητους θεσμούς του κράτους να είναι στα μαχαίρια και ο ένας να επιδιώκει την εξόντωση του άλλου, ενώ παράλληλα διάφορες έρευνες για σκάνδαλα, παρατυπίες και κακοδιαχειρίσεις τερματίζονται με πορίσματα που δεν εντοπίζουν τους φταίχτες και κάπως έτσι η «πολυ-υποσχόμενη» απόδοση ευθυνών παραμένει ένα κακόγουστο ανέκδοτο. Κανείς δεν ευθύνεται για τίποτα σ’ αυτό τον τόπο, και με την ίδια ανευθυνότητα συνεχίζουν να εξαπλώνονται σαν έρπης ζωστήρας τα κακώς έχοντα και οι χρόνιες παθογένειές μας.
Δεν βαριέσαι ωστόσο, εκείνο που προέχει άλλωστε είναι να αποκτήσει η κάθε πόλη την πολυτελή της μαρίνα για να ’ρχονται οι εκατομμυριούχοι με τα κότερά τους και να επισκέπτονται τα πανάκριβα εστιατόριά μας και να θαυμάζουν τους πανύψηλους μας πύργους που αναδεικνύουν όλο το μεγαλείο της μεγαλομανίας και του αρχοντοχωριατισμού μας. Προέχει επίσης να διαλύσουμε στον βωμό της τάχα μου ανάπτυξης όσο περιβάλλον απέμεινε να μας θυμίζει πως κάποτε υπήρξαμε όμορφο νησί, μόνο που αυτές τις ομορφιές δεν τις αγαπήσαμε αρκετά ώστε να τις κρατήσουμε μακριά από τον αθεράπευτο πιθηκισμό μας. Και όσο για το αδιέξοδο στο Κυπριακό, που βαραίνει πλέον και την δική μας πλευρά, επίσης δεν φαίνεται να μας απασχολεί ουσιαστικά και όχι απλώς φαινομενικά, αφού επί του παρόντος μοιάζει πιο σημαντικό να ντυθούμε και να παρφουμαριστούμε για να φωτογραφηθούμε στα «event» των πενηντάχρονων παρά να επιδοθούμε σε ουσιαστικούς απολογισμούς. Ο δε πρόεδρός μας συμπεριφέρεται και περιφέρεται λες και είμαστε η Ελβετία, χωρίς κανένα πρόβλημα και ιδιαίτερο προβληματισμό, και φροντίζει αυτή την «ανεμελιά» να την αποτυπώνει με αλλεπάλληλες σέλφι στις «χαριτωμένες» δραστηριότητές του. Με άλλα λόγια ο δημόσιος βίος παριστάνει πως «όλα βαίνουν καλώς», ενώ στην ουσία τίποτα δεν βαίνει καλώς και κυρίως εμείς οι ίδιοι που αντί πενήντα χρόνια μετά να κάνουμε ουσιαστικές παραδοχές και αποδοχές, προτιμούμε να διοργανώνουμε event για τις επετείους και εκλογές σαν event, ώστε να βρίσκει χώρο η αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξής μας να επιδεικνύει την προκατασκευασμένη ηθικοφάνειά της. Ή για να το θέσω αλλιώς: «Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν».