Η γυναίκα παίρνει το ηχείο της ντουντούκας και φωνάζει πως η μάνα της είναι 72 χρονών και αυτή την ώρα φτιάχνει μολότοφ. Το φωνάζει κλαίγοντας. Είναι τυλιγμένη με τη σημαία της Ουκρανίας έξω από τη ρωσική πρεσβεία στη Λευκωσία. Λέει πως δεν υπάρχει ούτε ένας Ουκρανός, που να μην κλαίει και όχι με δάκρυα από τα μάτια του αλλά με αίμα από το σώμα του. Δίπλα της στέκονται κι άλλοι Ουκρανοί. Κλαίνε μαζί της. Και φωνάζουν να σταματήσει αυτή η φρίκη του πολέμου. Να σταματήσουν οι φονικοί βομβαρδισμοί. Ζητούν τη βοήθειά μας. Τη συμπαράστασή μας. «Εσείς έχετε ζήσει πόλεμο», λένε, «εσείς ξέρετε για ποιο πράγμα μιλάμε». Εμείς όμως είμαστε πολύ λίγοι εκεί έξω μαζί τους. Ελάχιστοι. Πολύ λιγότεροι από ό,τι οφείλαμε να είμαστε και πολύ κατώτεροι των περιστάσεων.
Εμείς που ξέρουμε τη φρίκη του πολέμου, παραμένουμε κλεισμένοι στα σπίτια μας και τον παρακολουθούμε από τις οθόνες του υπολογιστή μας ή της τηλεόρασης. Δεν βγαίνουμε στους δρόμους για να εναντιωθούμε στον πόλεμο παρά μόνο όταν βολεύει τα δικά μας αφηγήματα ή ξοφλημένα ιδεολογήματα εκμεταλλευόμενοι τον πόνο αυτών των ανθρώπων για να εκστομίσουμε χρεοκοπημένα συνθήματα. Δεν κάνουμε ούτε ένα βήμα έξω από το δικό μας μικρόκοσμο παρά μόνο για να ψάξουμε δικαίωση των δικών μας πεποιθήσεων ή για να χαϊδέψουμε τα δικά μας απωθημένα ή για να βρούμε τρόπους να υπογραμμίσουμε τη δική μας θεώρηση απέναντι στα πράγματα. Εκατομμύρια άνθρωποι εγκαταλείπουν αυτή τη στιγμή τα σπίτια τους και προσφυγοποιούνται. Παιδιά σκοτώνονται. Παιδιά κλαίνε. Παιδιά τρέμουν. Ένας τρομαχτικός πόνος ξεχύνεται στον πλανήτη. Κι εμείς αντί να παίρνουμε ξεκάθαρη θέση εναντίον αυτής της φρίκης, εναντίον ενός ακόμα παρανοϊκού δικτάτορα, θεωρούμε πως πρώτιστο καθήκον μας είναι να εξαπολύουμε τα διάφορα «ναι μεν αλλά» μας, τα οποία το μόνο που πετυχαίνουν είναι να ξεπλένουν τον θύτη. Και όλα αυτά μόνο και μόνο για να μην απεγκλωβιστούμε από τα δικά μας κολλήματα, εκείνα τα οποία συντηρούμε προκειμένου να παραμένουμε ασφυκτικά διχασμένοι και επί της ουσίας βολεμένοι στον μικρόκοσμό μας. Θεωρούμε πως είμαστε σε θέση να αποφασίσουμε εμείς από τον καναπέ μας για το πού πρέπει να ανήκει αυτός ο λαός που τώρα αντιστέκεται με νύχια και με δόντια για να υπερασπιστεί τη χώρα του και που ακόμα και οι ηλικιωμένοι του φτιάχνουν μολότοφ για να πολεμήσουν τον αδίστακτο κατακτητή τους.
Και αντί να στεκόμαστε στο πλάι τους με κάθε τρόπο παριστάνουμε τους αναλυτές και τους ειδικούς και τους δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο προκειμένου να ικανοποιήσουμε τη δική μας κοντόφθαλμη «θεώρηση». Κατά βάθος ανησυχούμε πολύ περισσότερο αν θα έχουμε Ρώσους τουρίστες το καλοκαίρι κι αν η δική μας οικονομία πάρει ξανά την κάτω βόλτα, παρά για το τι θ’ απογίνουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που περπατάνε χιλιόμετρα μέσα στο κρύο για να επιβιώσουν. Μας νοιάζει περισσότερο πώς θα φέρουμε τον πόλεμο στα δικά μας κομματικά, πολιτικά και όποια άλλα μέτρα ώστε να αρπάξουμε ό,τι μπορούμε από αυτόν προκειμένου να το εξαργυρώσουμε αύριο στις προεκλογικές καμπάνιες.
Ο δε πνευματικός μας κόσμος (καλλιτέχνες διανοούμενοι κτλ. κτλ.) που για άλλα σαφώς λιγότερο σημαντικά έσπευδε να κάνει οργισμένες αναρτήσεις, τώρα βρίσκεται σε υποτονική καταστολή. Και οι τραγικοί πολιτικοί μας αντί να θέσουν υπεράνω κάθε άλλης προτεραιότητας την ανάγκη να συνταχθούν όλοι μαζί ώστε να διαχειριστούν τις επερχόμενες συνέπειες από την αλλαγή του χάρτη συνεχίζουν την προεκλογική τους πορεία, ενώ ο κόσμος πραγματικά καίγεται! Και τι σημαίνουν εν τέλει όλα αυτά; Τι σημαίνει το ότι είμασταν ελάχιστοι έξω από τη ρωσική πρεσβεία κι αυτό επειδή η διαμαρτυρία ήταν μια αυθόρμητη πρωτοβουλία πολιτών και όχι διοργανωμένη από κάποιο κόμμα ή σωματείο ή οργάνωση; Σημαίνει πολύ περισσότερα από ό,τι νομίζουμε. Για το ποιοι είμαστε, ποιοι γίναμε και ποιοι δυστυχώς δεν πρόκειται να γίνουμε.