Όταν αναφερόμαστε στο Σχέδιο Ανάν, δεν αναφερόμαστε απλώς σε ένα ακόμα σχέδιο που μας προτάθηκε και το απορρίψαμε. Αναφερόμαστε σε μια ιστορική συγκυρία, φοβερά ευνοϊκή για πολλούς λόγους (την υποστήριξη από τον διεθνή παράγοντα, την κατοχύρωσή του μέσω των ευρωπαϊκών θεσμών, τη δυναμική αντίδραση των Τουρκοκυπρίων εναντίον του Ντενκτάς κτλ.) να λύσουμε το Κυπριακό, το momentum της οποίας χάσαμε οριστικά.
Και ταυτόχρονα αναφερόμαστε σε μία από τις πιο σκοτεινές περιόδους χειραγώγησης της κοινής γνώμης με τη δαιμονοποίηση του «Ναι» να αποκτά διαστάσεις περιορισμού της ελευθερίας της έκφρασης. Άρα, όταν ο κ. Κυπριανού αποφασίζει να αποκαλύψει για πρώτη φορά πως το «Ναι» του ΑΚΕΛ μετατράπηκε εν μια νυκτί σε «Όχι», τότε οφείλει συνάμα να καλέσει το κόμμα του να αναλάβει τις βαρύτατες ευθύνες που φέρει απέναντι στον τόπο και να απολογηθεί προσωπικά που δεν διαχώρισε τότε την θέση του, υπερασπιζόμενος τη χώρα πάνω από το κόμμα. Τι μας αποκάλυψε λοιπόν ο κ. Κυπριανού; Πως τα δεδομένα άλλαζαν συνεχώς εκείνες τις μέρες και πως έπρεπε να μετρήσουν πού θα οδηγούσε το «Ναι» του ΑΚΕΛ. Και μετρήσαν πως θα οδηγούσε σε πλήρη διχασμό, αφού η ΕΔΕΚ είχε αποφασίσει «Όχι» και επίσης ένα μεγάλος μέρος του ΔΗΣΥ φημολογείτο πως θα ψήφιζε «Όχι».
Το γιατί δεν φρόντισαν να υπερασπιστούν περισσότερο το «Ναι» και να εργαστούν ώς όφειλαν στη δίκαιη, σφαιρική και αντικειμενική πληροφόρηση του κόσμου ώστε να αποτρέψουν τον «διχασμό» δεν μας το εξήγησε. Μας αποκάλυψε, ωστόσο, πως «αιωρείτο η απειλή ότι ο Παπαδόπουλος θα παραιτείτο σε περίπτωση που υιοθετείτο το “ναι” και πως σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα ζητείτο από τον Χριστόφια να υπογράψει το σχέδιο, ως πρόεδρος της Βουλής, ένα σχέδιο που δεν διαπραγματεύτηκε ο ίδιος». Για μια απειλή λοιπόν που «αιωρείτο στον αέρα» και για την πολιτική δειλία της ηγεσίας του ΑΚΕΛ να αρθεί στο ύψος της ιστορικής εκείνης συγκυρίας, το «Ανάν» αφέθηκε έρμαιο του Τάσσου Παπαδόπουλου και της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, η οποία συκοφαντούσε όποια φωνή τασσόταν υπέρ, παρουσιάζοντάς την σαν προϊόν προδοσίας ή εξαγοράς.
Ο κ. Κυπριανού στη συνέντευξή του παραδέχεται πως δεν υπήρχε ανοχή στη διαφορετική άποψη και πως «η δαιμονοποίησή της ήταν μια μελανή σελίδα στην ιστορία της κυπριακής πολιτικής ζωής». Γι’ αυτήν ωστόσο τη μελανή σελίδα οφείλει τόσο ο ίδιος όσο και το υπόλοιπο ΑΚΕΛ να αναλάβουν τις ευθύνες τους που όχι μόνο δεν έπραξαν τίποτα για να την αποτρέψουν, αλλά ένιπταν τας χείρας τους, επιτρέποντας τον διαχωρισμό των πολιτών σε «προδότες» και «πατριώτες» σε ένα κλίμα που μόνο δημοκρατία δεν θύμιζε.
Και κατά τ’ άλλα το ΑΚΕΛ –σύμφωνα με τον κ. Κυπριανού– αποφάσισε το «Όχι» γιατί μεταξύ άλλων φοβήθηκε πως με το «Ναι» θα προκαλούσε εθνικό διχασμό, ενώ ήδη θριάμβευε –με την ανοχή του– ο διχασμός που επιτηδευμένα καλλιεργείτο, ώστε να εκβιαστεί συναισθηματικά η κοινή γνώμη και να χειραγωγηθεί προς την απόρριψη του εν λόγω Σχεδίου. Ο κ. Παπαπέτρου, καλεσμένος στο «Pints of Politics», είχε αναφέρει ως παράδειγμα αυτής της χειραγώγησης το «κόψιμο» μέχρι και του Αλβάρο Ντε Σότο από το ΡΙΚ, όταν ο ίδιος πρότεινε να πάει για να επεξηγήσει το περιεχόμενο του Σχεδίου (!).
Αυτή λοιπόν την πολιτική χειραγώγηση γιατί την ανέχτηκε το ΑΚΕΛ, και γιατί εφόσον ο κ. Κυπριανού παραδέχεται την ύπαρξη της, έστω και 20 χρόνια μετά, δεν καλεί το κόμμα του να ομολογήσει mea culpa; Ακόμα κι αν δεχτούμε τις δικαιολογίες του ΑΚΕΛ περί «τσιμεντώματος του Ναι», για την ανοχή του στην δαιμονοποίηση του «Ναι», η οποία ενδεχομένως να ευθύνεται και για απόρριψη του σχεδίου, καμία δικαιολογία δεν μπορεί να υπάρξει. Αντιθέτως, το ΑΚΕΛ οφείλει –πόσο μάλλον μετά και από τις παραδοχές του κ. Κυπριανού– να λογοδοτήσει.
Αντ’ αυτού όμως, τηρεί σιγή ιχθύος, παραμένοντας κρυμμένο πίσω από την πολιτική του ατολμία.