Ακόμη δεν μπορώ να κλείσω μάτι τη νύχτα, μου λέει ο Α. στο τηλέφωνο. Ο Α. είναι φίλος μου, βρέθηκε στα γεγονότα της Λεμεσού, ήταν με το ποδήλατό του στον Μόλο, δίπλα του μια ομάδα μασκοφόρων άρχισε να χτυπάει έναν νεαρό αλλοδαπό, ούτε είκοσι χρονών δεν θα ήταν ο ξένος, ο άνθρωπος ούρλιαζε, οι μασκοφόροι κρατούσαν ρόπαλα και σιδερολοστούς, και τον χτυπούσαν αλύπητα, ο Α. προσπάθησε απεγνωσμένα να τον βοηθήσει, οι μασκοφόροι τον απείλησαν πως αν δεν ξεκουμπιστεί θα ήταν ο επόμενος. Έφυγε τρέχοντας να βρει την Αστυνομία που στεκόταν πιο πέρα αδρανής, ανίκανη να προλάβει τα γεγονότα, τους είπε τι συνέβαινε, δεν κουνήθηκαν από τη θέση τους, κανένας δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Ο Α. μου λέει πως ακούει ακόμα τα ουρλιαχτά του ανθρώπου μέσα στ’ αφτιά του και δεν μπορεί να κοιμηθεί, μου λέει επίσης πως φοβάται να βγει από το σπίτι του, πως αισθάνεται ότι ζούμε σε ένα κράτος ακυβέρνητο, πως τα ρατσιστικά περιστατικά είναι καθημερινά, μικρά στην αρχή που γίνονται όμως μεγάλα και αποκτούν φωνή ουρλιαχτού.
Τι μας συμβαίνει λοιπόν; Και πώς είναι δυνατό να μας συμβαίνει αυτό που μας συμβαίνει; Δεν είμαστε μια μεγάλη χώρα όπου το χάος είναι πιο εύκολο να παρεισφρήσει. Είμαστε ένα μικρό νησί όπου η ανθρωπιά θα έπρεπε να είναι το κύριο χαρακτηριστικό μας, να νοιαζόμαστε για τον άνθρωπο και τα ουρλιαχτά του πάνω και πρώτα απ’ όλα. Τι μας συμβαίνει; Το ερώτημα είναι πιο βαθύ και πολύπλοκο από ότι οι όποιες οργισμένες αναρτήσεις στα σόσιαλ ή οι άνευ ουσίας –ως επί το πλείστον– τοποθετήσεις πολιτικών και «αρμοδίων». Και αν πραγματικά αντιλαμβανόμαστε την πολυπλοκότητά του, τότε θα ήταν πιο χρήσιμο – και τίμιο– να μην εγκλωβίσουμε τη σκέψη μας στη βεβαιότητα ότι γνωρίζουμε ή αναγνωρίζουμε τις απαντήσεις.
Οφείλουμε να απλώσουμε τη σκέψη μας πέρα από την πρώτη –ίσως και δεύτερη– ανάγνωση των γεγονότων και να θέσουμε ένα σωρό ερωτήματα πρωτίστως στους εαυτούς μας. Γιατί χάνουμε την ανθρωπιά μας τόσο αβίαστα; Γιατί κάποιες ανθρώπινες ζωές «κρίνονται» υποδεέστερες; Γιατί αναδύεται ο κυνισμός και η μισανθρωπία και ένας ατομικισμός χωρίς προηγούμενο; Γιατί ψάχνουμε ευθύνες μόνο έξω από τους εαυτούς μας; Γιατί δεν αναζητούμε τη μεγάλη εικόνα και αντιμετωπίζουμε τα γεγονότα κομματιαστά; Γιατί πολιτικοί αρχηγοί και πρόεδροι παραμένουν δημοφιλείς, ενώ δεν διαθέτουν την πολιτική τόλμη να διαχωρίσουν τη θέση τους από δηλώσεις όπως εκείνες του κ. Πελεκάνου («παραμύθι περί ενσωμάτωσης») ή του κ. Σιζόπουλου («να διασφαλιστούν τα ανθρώπινα δικαιώματα όσων δικαιούνται») ή του όποιου άλλου πολιτικού ή ιερωμένου βάζει λάδι στη φωτιά; Γιατί ανεχόμαστε τόσο σοβαρά θέματα όπως είναι η απώλεια της ανθρωπιάς, η μισαλλοδοξία και ο θυμός να εργαλειοποιούνται από κόμματα –και δη κόμματα με επιλεκτικές ευαισθησίες– για δικές τους σκοπιμότητες; Γιατί δεν διερωτόμαστε τι και ποιος συνέτεινε στη μισαλλοδοξία και στον θυμό, συστατικά με τα οποία φτηναίνει η ανθρώπινη ζωή; Γιατί ακόμα δεν τιμωρήθηκε κανείς πολιτικά υπεύθυνος για τα γεγονότα;
Γιατί ακόμα δεν απαγορεύτηκε να κυκλοφορούν μασκοφόροι στις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας; Γιατί θεωρείται θεμιτό να κυκλοφορεί σε βίντεο το Προεδρικό τον «θυμό» του πρόεδρου; Γιατί επικροτούμε καθημερινά την εικόνα αντί την ουσία, επιτρέποντας στους κυβερνώντες και μη να εξαντλούν την φαιά ουσία τους στο φαίνεσθαι; Γιατί ψάχνουμε άλλοθι στα διάφορα «ναι μεν αλλά», όταν ακόμα ακούγεται το ουρλιαχτό του ανθρώπου; Ας διερωτηθούμε λοιπόν μήπως και σταματήσουμε επιτέλους να ερμηνεύουμε τα γεγονότα κομματιαστά. Ή όπως αλλιώς το λέει η συγγραφέας Όλγα Τοκαρτσούκ: «Το να βλέπεις τα πάντα σημαίνει μια εντελώς διαφορετική ευθύνη για τον κόσμο, γιατί γίνεται φανερό ότι κάθε χειρονομία ″εδώ″ συνδέεται με μια χειρονομία ″εκεί″, ότι μια απόφαση που λαμβάνεται σε ένα μέρος του κόσμου θα έχει συνέπειες σε κάποιο άλλο μέρος του, και ότι η διαφοροποίηση μεταξύ του ″δικού μου″ και του ″δικού σου″ καθίσταται σταδιακά αμφισβητήσιμη».