Το θέμα επανήλθε στην επικαιρότητα μετά από καταγγελία που έγινε πρόσφατα για αμέλεια ηλικιωμένου ατόμου σε στέγη ευγηρίας. Απασχόλησε κάποιες μέρες τα ΜΜΕ και πολύ λιγότερο τα σόσιαλ μίντια, αφού προφανώς δεν προσφέρεται για καβγάδες ή χαριτωμένες αναρτήσεις. Και μετά μπήκε και πάλι στο συρτάρι των «ξεχασμένων» θεμάτων, τόσο στη συνείδησή μας όσο βέβαια και στην έγνοια αυτού του κράτους. Είναι εδώ και χρόνια βέβαια –αν όχι και δεκαετίες– που το κράτος παραμένει ανίκανο να προσφέρει στους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας τις παροχές, τη φροντίδα, τις υποδομές και τη σημασία που τους αρμόζει και κυρίως που δικαιούνται. Με πιο απλά λόγια σ’ αυτό το κράτος φοβάται κανείς να γεράσει. Ο ηλικιακός ρατσισμός προωθείται, συντηρείται και μεγεθύνεται από το ίδιο το σύστημα, το οποίο επιμένει να αγνοεί τους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας. Αγνοώντας όμως την αξία των ηλικιωμένων μας είναι ισοδύναμο με το να προσπερνάς το ίδιο αδιάφορα την ιστορία αυτής της χώρας και να παραβλέπεις πως οι σημερινοί άνθρωποι της τρίτης ηλικίας είναι εκείνοι που επωμίστηκαν τις πληγές και τα τραύματα αυτού του τόπου και κυρίως το οικονομικό αλλά και ψυχολογικό κόστος αυτών των πληγών και τραυμάτων πάνω στα οποία οι πλείστοι πολιτικοί πάτησαν για να ανελιχθούν στα δώματα της εξουσίας.
Μοναξιά, περιθωριοποίηση, θλίψη, αγωνία, φόβος και κυρίως προδοσία, αυτό αισθάνονται οι περισσότεροι ηλικιωμένοι μας. Αφημένοι σε θλιβερές στέγες ευγηρίας χωρίς καν τις απαιτούμενες συνθήκες αξιοπρεπούς φροντίδας ή κλεισμένοι σε ένα σπίτι με οικιακές βοηθούς ανεπαρκούς κατάρτισης, βρίσκονται αφημένοι στο έλεος του Θεού, ενώ θα έπρεπε –μιλάμε για χρέος και καθήκον ενός πολιτισμένου κράτους– να απολαμβάνουν κρατικές υπηρεσίες πρόνοιας, είτε με κατ’ οίκον φροντίδα από εξειδικευμένο προσωπικό, είτε με κρατικές στέγες ευγηρίας που να μην ντρεπόμαστε για την ύπαρξή τους. Αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι ότι για να πάει ένας ηλικιωμένος σε ένα αξιοπρεπές γηροκομείο με εξειδικευμένο προσωπικό πρέπει να έχει οικονομική άνεση.
Αν δεν έχει οικονομική άνεση και οι πλείστοι προφανώς δεν έχουν, τότε δεν έχει στον ήλιο μοίρα. Αυτή είναι η μοίρα των ανθρώπων της τρίτης ηλικίας σε ένα κράτος που φροντίζει να χτίζει πύργους και να κάνει πολυέξοδες πλατείες αλλά δεν γνοιάζεται να χτίσει υποδομές που να αρμόζουν στην αξιοπρέπεια των ηλικιωμένων και κυρίως στο τι έχουν προσφέρει οι ίδιοι σ’ αυτό τον τόπο. Γιατί –το επαναλαμβάνω– όταν μιλάμε για ανθρώπους τρίτης ηλικίας μιλάμε για την ιστορία αυτού του τόπου. Και την πραγματική του ταυτότητα. Γιατί είναι αυτοί οι άνθρωποι που προσπάθησαν με τα λιγοστά μέσα που διέθεταν να διατηρήσουν τις αξίες μας, ενώ εμείς το μόνο που καταφέραμε είναι να τις οδηγήσουμε σε μια καταστροφική πτώση. Στη θέση που σήμερα βρίσκονται οι ηλικιωμένοι μας σύντομα θα βρεθούμε εμείς, πολύ πιο σύντομα από ό,τι υπολογίζουμε.
Και πρέπει να συνειδητοποιήσουμε επιτέλους πως επείγει να απαιτήσουμε από όλους τους πολιτικούς και δη τώρα που περιφέρονται με προεκλογικές υποσχέσεις, παριστάνοντας τους ευαισθητοποιημένους, να θεσπίσουν νόμους και να προχωρήσουν σε δομές που να προσφέρουν στους ηλικιωμένους αξιοπρεπείς επιλογές. Το περιστατικό που είδε το φως της δημοσιότητας κατέληξε σε γραπτή καταγγελία προς την Επίτροπο Διοικήσεως Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Τα ερωτήματα ωστόσο που έφερε ξανά στο φως παραμένουν αναπάντητα. Γιατί δεν υπάρχει κοινωνική φροντίδα για τους ηλικιωμένους μας; Γιατί δεν είναι αρκετά αυστηρά τα ελάχιστα κριτήρια που υπάρχουν στις στέγες ευγηρίας; Πόσο κατάλληλα καταρτισμένο είναι το προσωπικό αυτών των στεγών; Και κυρίως ποιες είναι οι επιλογές ενός ηλικιωμένου χωρίς οικονομική ευχέρεια ώστε να συνεχίζει να ζει αξιοπρεπώς, όπως προσπάθησε να ζήσει όλη την προηγούμενη του ζωή; Τώρα είναι η ώρα να απαιτήσουμε απαντήσεις. Αλλιώς θα είμαστε και εμείς συνένοχοι σ’ αυτό το άθλιο καθεστώς που διέπει τους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας. Και κάτω από το οποίο αύριο θα βρισκόμαστε εμείς. Θέλοντας και μη.