Και ξαφνικά, τα κόμματα της συγκυβέρνησης, ΕΔΕΚ και ΔΗΚΟ, αποφάσισαν πως διαφωνούν με τους χειρισμούς του προέδρου στο Κυπριακό, αυτού που –σύμφωνα με την αλησμόνητη δήλωση του κ. Παπαδόπουλου– αν δεν υπήρχε θα έπρεπε να τον είχαν εφεύρει. Και ενώ ήξεραν από την αρχή πως ο κ. Χριστοδουλίδης δήλωνε υπέρ της ΔΔΟ και παρότι οι ίδιοι ουδέποτε υπήρξαν ένθερμοι υποστηρικτές της κρυφά ή φανερά, έσπευσαν τότε να τον στηρίξουν, γαντζωμένοι από τη δημοφιλία του, για να θυμηθούν τώρα –που υπήρξε επιτέλους μια ελάχιστη κινητικότητα στο Κυπριακό, ότι διαφωνούν μαζί του.
Η ανακοίνωση της ΕΔΕΚ σχετικά με την παρουσία του Τούρκου ΥΠΕΞ στην άτυπη σύνοδο της Ε.Ε. καθώς και η επιστολή των τριών βουλευτών του ΔΗΚΟ προς τον αρχηγό του κόμματός τους όπου κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για το πού οδεύει το Κυπριακό, δείχνουν ξεκάθαρα ότι το ερώτημα που στριφογύριζε έκτοτε στο μυαλό τού σκεπτόμενου πολίτη παραμένει αναπάντητο: Γιατί η ΕΔΕΚ και το ΔΗΚΟ διάλεξαν να υποστηρίξουν έναν υποψήφιο του οποίου οι θέσεις στο Κυπριακό –όπως τουλάχιστον τις εξέφραζε δημόσια– δεν συνέπιπταν με το δικό τους «πατριωτικό» αφήγημα; Πώς είναι δυνατόν δύο κόμματα με πολύ συγκεκριμένες και «αδιαπραγμάτευτες» θέσεις, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε να μη διστάζουν κατά καιρούς να υποδεικνύουν ποιος αξίζει να λέγεται πατριώτης και ποιος όχι, να δέχονται να βάλουν νερό στο κρασί τους, στηρίζοντας κάποιον που δεν ταυτίζεται με τα «υπερπατριωτικά» τους πιστεύω; Και πόσο πατριώτης είσαι τελικά όταν προκειμένου να βρεθείς στη συγκυβέρνηση για να διασώσεις το κόμμα σου από την κατρακύλα των ποσοστών του, δέχεσαι να συμβιβάσεις τις αρχές σου στο εθνικό θέμα ή έστω να τις βάλεις σε δεύτερη μοίρα; Ποιον, αλήθεια, μπορείς να πείσεις ότι μ’ αυτή σου τη στάση υπηρετείς το συμφέρον της πατρίδας σου και όχι του δικού σου πολιτικού σαρκίου; Πριν από έναν χρόνο ο ίδιος ο κ. Σιζόπουλος σε ομιλία του σε αντικατοχική εκδήλωση δήλωσε ότι «η ΔΔΟ αποτελεί τη χειρότερη μορφή νομιμοποιημένης διχοτόμησης της πατρίδας μας» και φρόντισε να «διευκρινίσει» πως πλέον «η διεκδίκηση τού δίκαιου στοχοποιείται» (εννοούσε από τους υποστηρικτές της ΔΔΟ), ενώ «η υποταγή και ο ευσεβοποθισμός» (των υποστηρικτών της ΔΔΟ) «επικροτούνται και αμείβονται». Γιατί λοιπόν δεν αποχώρησε τότε ο κ. Σιζόπουλος από τη συγκυβέρνηση; Τι ήταν αυτό που τον κράτησε; Το ενδεχόμενο να έμεινε επειδή η άποψή του μετρούσε ιδιαίτερα εκεί στον Λόφο μάλλον ως κακόγουστο αστείο μπορεί να ειπωθεί. Άρα; Γιατί δεν αποχώρησε και αυτός και όσο κόμμα τού απέμεινε; Ή γιατί δεν αποχωρεί έστω και τώρα; Γιατί αντί να εξαπολύουν πατριωτικές κορώνες, και αυτός και το ένα τρίτο των βουλευτών του ΔΗΚΟ δεν τα μαζεύουν και να φύγουν όσο πιο μακριά γίνεται από τις «επικίνδυνες» κινήσεις του προέδρου και πλησιέστερα στην αξιοπρέπειά τους; Και το ΔΗΚΟ γιατί δεν συγκαλεί άρον-άρον μια σύσκεψη της Κ.Ε. ώστε το ένα τρίτο που ενίσταται μαζί με τα άλλα δύο τρίτα που κάνουν την πάπια, να αποφασίσουν πώς θα σώσουν τη χώρα (και τους εαυτούς τους) από την καταστροφική πορεία του κ. Χριστοδουλίδη; Ή μήπως η προεκλογική δήλωση του αρχηγού τους ότι «πάση θυσία το ΔΗΚΟ θα βρίσκεται στη συγκυβέρνηση» εμπεριέχει και τη θυσία του «πατριωτισμού» τους; Ή μήπως υπάρχει και άλλη ερμηνεία σε όλη αυτή την ασυναρτησία; Ότι ο πρόεδρος της Δημοκρατίας άλλα τους έλεγε κεκλεισμένων των θυρών και άλλα πράττει δημόσια. Και έτσι όμως να έχει συμβεί, γιατί δεν τον καταγγέλλουν δημόσια; Μήπως πιστεύουν ότι σιωπώντας και παραμένοντας θα τον επηρεάσουν να αλλάξει ρότα; Κι αν διατηρούν αυτή την πλάνη, πόσο επικίνδυνη είναι η δική τους απόσταση από την πραγματικότητα; Ή μήπως τελικά είναι εμείς που θα βρεθούμε και πάλι σε μια πλάνη, και όλοι όσοι εμπαίζουν χρόνια τη νοημοσύνη μας θα καταφέρουν ξανά να επιπλεύσουν όπως τους φελλούς;