Διέσχιζα κάθε μέρα τον ίδιο κήπο μέχρι να φτάσω στο δωμάτιό του. Κιούλια, λεβάντες, και μια γέρικη ελιά έξω ακριβώς από την τζαμόπορτά του. Κάθε πρωί έκανα ράπιντ τέστ, αγόραζα φρέσκους χυμούς και έφτανα στην Αροδαφνούσα. Δεν μπορούσε πια να μιλήσει, αλλά στο βλέμμα του διέκρινα τη χαρά του, μόλις με έβλεπε. Μία ώρα το πρωί, μία το απόγευμα, τόσο δικαιούμουν, κάποτε έκλεβα λίγο περισσότερο, ήταν οι μέρες των σκληρών μέτρων της πανδημίας, ήξερα πως δεν γινόταν αλλιώς, μου υποσχέθηκαν ωστόσο πως όταν χειροτέρευε θα μπορούσαμε να είμαστε εκεί, στο πλάι του, όσο χρειαζόταν. Μια ψυχολόγος ζήτησε ένα από αυτά τα πρωινά να με δει , «ξέρεις ότι πλησιάζει το τέλος…» μου είπε, έγνεψα καταφατικά και η συμπονετική της προσέγγιση ήταν ήδη μια πρώτη παρηγοριά.
Δεν άφησε καμιά στιγμή να υπονοηθεί πως επειδή ήταν ηλικιωμένος έπρεπε να το αποδεχθώ πιο εύκολα γιατί ο «κύκλος έκλεισε», αντιθέτως, είχε συνεχώς την επίγνωση πως μιλούσαμε για τον πατέρα μου. Και οι νοσοκόμες με τον ίδιο σεβασμό μιλούσαν. Το σεβασμό απέναντι στην ίδια τη ζωή. Προτού μεταφερθεί στην Αροδαφνούσα, ήταν στο Γενικό Νοσοκομείο. «Πόσο σοβαρά είναι;» ρώτησα μια μέρα έναν από τους γιατρούς καθώς βιαστικός περπατούσε στον διάδρομο. Ήταν νεαρός σχετικά σε ηλικία, «προσωπικά θα τον έπαιρνα σε ένα γηροκομείο, δεν υπάρχουν πλέον πολλά να γίνουν» μου είπε και για μέρες στριφογύριζε στο μυαλό μου ο κυνισμός με τον οποίο εξαπόλυσε αυτή την πρόταση.
Πότε άραγε η ενσυναίσθηση θα αποτελεί απαραίτητο προσόν για την όποια πρόσληψη στα δημόσια νοσοκομεία μας, διερωτήθηκα. Δεν ήθελα ωστόσο να κάνω θέμα, έσπευσα μάλιστα να τον δικαιολογήσω «πως κι αυτοί έχουν βρεθεί στη δίνη της πανδημίας, κάνουν ό,τι μπορούν». Δεν αναιρώ, ούτε και σήμερα, αυτή τη θέση. Η αλήθεια ωστόσο είναι πως πέρα από τις συνθήκες της πανδημίας, η απουσία ψυχολογικής προσέγγισης, ειδικά όταν ο ασθενής είναι ηλικιωμένος, ήταν ανέκαθεν ένα από τα σοβαρά προβλήματα των νοσοκομείων μας. Αδιανόητο για μια μικρή χώρα όπως τη δική μας.
Τη μέρα που έφυγε ο πατέρας μου ήμασταν πλάι του από τις 10 το πρωί μέχρι τις 7 το απόγευμα που πέθανε. Έχει περάσει σχεδόν ενάμιση χρόνος και ακόμα κάποιες μέρες παιδεύομαι με τη σκέψη, τι άραγε να έκανε τις υπόλοιπες ώρες που δεν ήμασταν μαζί του. Τι σκεφτόταν; Φοβόταν; Λυπόταν; Κι αν θεωρεί κανείς ότι αυτές οι σκέψεις είναι εύκολες στη διαχείρισή τους, τότε καλά θα κάνει να επαναπροσδιορίσει τη θέση του απέναντι στην ίδια τη ζωή, όσο είναι ακόμα καιρός αν θέλει να σώσει κάτι από τον εαυτό του. Γιατί τα γράφω όλα αυτά;
Όχι προφανώς από διάθεση εξομολογητική. Αλλά γιατί ακόμα αντηχεί μέσα μου η ηχογραφημένη συνομιλία που είχε μια γυναίκα με τον καρκινοπαθή πατέρα της που νοσηλευόταν και δεν μπορούσε να τον επισκεφτεί, εκείνος της έλεγε πως πονά, πως φοβάται, πως θέλει να πιει ένα ποτήρι νερό και δεν βρίσκει κανένα να του δώσει. Η γυναίκα έκανε καταγγελία στον ΟΚΥπΥ λέγοντας πως πρέπει να επέλθουν θεσμικές αλλαγές ως προς την προσέγγιση των ασθενών ιδιαίτερα στο τελικό στάδιο.
Γι’ αυτό τα γράφω όλα αυτά. Γιατί πρόκειται για μια επείγουσα αλήθεια. Γιατί αυτό που προσφέρει η Αροδαφνούσα, θα έπρεπε να αποτελεί πρότυπο για όλα τα νοσηλευτικά μας ιδρύματα. Και γιατί, αντί ο ΟΚΥπΥ να βγάζει ανακοινώσεις για να μας υποδείξει «το εξαιρετικά δύσκολο έργο που επιτελούν γιατροί και νοσηλευτές», οφείλει να αντιληφθεί πως και μεμονωμένες περιπτώσεις να αποτελούν τέτοιες καταγγελίες, δεν παύουν να αφορούν σε ανθρώπινες ζωές. Σε κάποιο τελευταίο αποχαιρετισμό που δεν έγινε. Σε ένα φόβο του ανθρώπου που πλησίαζε στο τέλος του και δεν απαλύνθηκε. Σε μια ζωή που τέλειωσε χωρίς το χάδι της αγάπης. Σε έναν θάνατο που κανένας δεν δικαιούται να του αφαιρεί από την αξία του με γραπτές ανακοινώσεις κενές περιεχομένου.