Οι κανονισμοί που κατατέθηκαν στην Βουλή για τη χρήση λιμουζινών επί 24ωρου βάσεως από ακόμα επτά αξιωματούχους αποσύρθηκαν τελικά. Και γιατί αποσύρθηκαν; Για να ικανοποιηθεί τάχα μου το περί δικαίου αίσθημα. Ή για να το θέσω αλλιώς, επειδή υπήρξε λαϊκή κατακραυγή. Και κάπως έτσι ξαναμπήκε το θέμα των λιμουζινών στο συρτάρι μέχρι την επόμενη φορά,η οποία δεν θα αργήσει να είστε σίγουροι,που θα επανέλθει δριμύτερα. Διότι τα προνόμιά τους οι υψηλοί αξιωματούχοι δεν είναι προφανώς διατεθειμένοι να τ’ αποχωριστούν ό,τι κι αν συμβαίνει γύρω τους. Όπως δεν είναι διατεθειμένοι ούτε και οι αρμόδιοι υπουργοί και λοιποί κυβερνώντες να συναισθανθούν τι συμβαίνει εκεί έξω, εξου και επαναφέρουν το θέμα με τις λιμουζίνες ξανά και ξανά, αδιαφορώντας για τις πραγματικές συνθήκες του κόσμου.
Τι κι αν έχουμε πανδημία, τι κιαν οι πολίτες εδώ και δύο χρόνια δεινοπαθούν ποικιλοτρόπως από τις παρενέργειες αυτής της τρομαχτικής κατάστασης; Αυτοί τον χαβά τους. Μη μου τις λιμουζίνες τάραττε! Και το πιο εξωφρενικό σε όλη αυτή την υπόθεση είναι πως άπαντες θεωρούν τώρα πως με την απόσυρση των κανονισμών όντως ικανοποίησαν το περί δικαίου αίσθημα. Και πως μας έπεισαν πως ο βαθύτερος λόγος της απόσυρσης ήταν η (εκ των υστέρων) ανάγκη τους να το ικανοποιήσουν. Χωρίς να τους περνά από το μυαλό πως ευλόγως θα διερωτηθούμε γιατί αυτή την ανάγκη δεν την αισθάνθηκαν εκ των προτέρων.
Τι ακριβώς τους εμπόδιζε να λογαριάσουν το περί δικαίου αίσθημα προτού καταθέσουν τους κανονισμούς; Μήπως άραγε ευελπιστούσαν να τους περάσουν στα μουλωχτά και δεν τους βγήκε η ευχή; Διότι τα περί δικαίου και τα λοιπά δεν υπάρχει νοήμων άνθρωπος που να τα καταπίνει αμάσητα. Ειδικά όταν αναλογιστεί την προϊστορία της υπόθεσης «λιμουζίνες» και επαναφέρει στη μνήμη του όλες τις προσπάθειες που έγιναν τα τελευταία χρόνια –από την οικονομική κρίση και μετά– να διατηρηθούν, βρέξει χιονίσει, τα προνόμια των υψηλών αξιωματούχων ώστε να συνεχίσουν αμέριμνοι να ζουν στην κοσμάρα τους και μακριά από την πραγματικότητα των πολιτών. Η πιο πρόσφατη προσπάθεια έγινε από τον πρώην υπουργό Οικονομικών, τον κ. Γεωργιάδη, ο οποίος ζήτησε από τη Βουλή να τροποποιηθεί ο σχετικός κανονισμός ώστε να παραχωρηθεί σ’ ένα μεγάλο αριθμό αξιωματούχων το δικαίωμα να μεταβαίνουν σπίτι τους με τις κρατικές λιμουζίνες. Κι αυτό γιατί όπως είχε πει, υπάρχουν «πρακτικές δυσκολίες» λόγω των εκτός κανονικού ωραρίου υπηρεσιακών και κοινωνικών τους υποχρεώσεων (φοβερές ομολογουμένως αυτού του είδους οι δυσκολίες!). Και τώρα τα ίδια Παντελάκη μου,τα ίδια Παντελή μου, με μια ωστόσο σημαντική διαφορά: την πανδημία.
Όταν ακόμα και μεσούσης της πανδημίας το θέμα των λιμουζινών επανέρχεται τότε τα περί ικανοποιήσεως του αισθήματος δικαίου είναι κουραφέξαλα, τα οποία εξοργίζουν ακόμη περισσότερο τους πολίτες παρά να τους καθησυχάζουν. Γιατί τους εξοργίζουν; Διότι πλέον αποδεικνύεται πανηγυρικά πως οι υψηλοί αξιωματούχοι όχι μόνο αδιαφορούν για το τι συμβαίνει γύρω τους αλλά θεωρούν πως δικαιωματικά πρέπει να διαχωρίζονται από τους κοινούς θνητούς- ακόμα και σε συνθήκες πανδημίας, λες και επιτελούν κάποιο ανώτερο λειτούργημα ή λες και έχουν αποστολή να σώσουν ζωές. Και αυτή η νοοτροπία δεν εξαλείφεται με απόσυρση κανονισμών αλλά με τη διαγραφή οποιουδήποτε πολιτικού αποδεικνύει πως όταν μιλά για περί δικαίου αίσθημα, δεν είναι σε θέση καν να αντιληφθεί για ποιο πράγμα μιλάει. Στις εποχές που διανύουμε τέτοιου είδους προνόμια έπρεπε να ήταν ήδη καταργημένα.
Και οι ίδιοι οι αξιωματούχοι θα έπρεπε να τα είχαν ήδη αποποιηθεί ως ένδειξη σεβασμού στους συνανθρώπους τους. Και όσο για το περί δικαίου αίσθημα, ας εξερευνήσουν πρώτα το εννοιολογικό του βάθος και μετά να το επικαλούνται. Διαφορετικά ισχύει αυτό που λέει ο ποιητής. Όσο εξακολουθούν να μην έχουν τίποτα να πουν να πάψουν επιτέλους να ενοχλούν τις λέξεις και μέσω αυτών την αξιοπρέπεια του κόσμου.