Πόσο βολικό είναι αλήθεια για τους καριερίστες της πολιτικής να συντηρούν τους διχασμούς του παρελθόντος και να εμμένουν σε «ιδεολογήματα», τα οποία πλέον δεν έχουν ουσιαστικό αντίκρισμα; Και πόσο αβάσταχτο τούς είναι να φανούν τολμηροί και να επιχειρήσουν τις υπερβάσεις που υπαγορεύει όχι μόνο η εποχή που διανύουμε αλλά και το καλό αυτού του τόπου; Και ποιο είναι εν τέλει το βαθύτερο κίνητρο αυτής της εμμονικής προσήλωσης σε ό,τι μας διχάζει παρά σε ό,τι μας ενώνει, εφόσον σίγουρα και αποδεδειγμένα δεν μπορεί να είναι το δημόσιο συμφέρον;
Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που προκύπτουν από τον πρόσφατο «θυμό» της κ. Χαραλαμπίδου για την ενδεχόμενη στήριξη του κ. Παμπορίδη από το ΑΚΕΛ. «Όποιον υποψήφιο επιλέξουν θα είμαι στη μάχη. Αλλά με Συναγερμικούς δεν μπορώ» είπε η κ. Χαραλαμπίδου. Και προκειμένου να αιτιολογήσει την αλλεργική αντίδραση που της προκαλεί το ενδεχόμενο στήριξης του κ. Παμπορίδη, φρόντισε να μας υπενθυμίσει την κριτική που εκείνος άσκησε κάποτε στο ΑΚΕΛ. Είναι απορίας άξιον γιατί την ίδια ώρα που η μνήμη της ανέσυρε από το παρελθόν τις επικρίσεις του κ. Παμπορίδη προς το ΑΚΕΛ, δεν κοντοστάθηκε και στις επικρίσεις που εκείνος έκανε στον ίδιο τον ΔΗΣΥ! Προφανώς δεν βολεύει το «αφήγημά» της και προφανώς πρώτιστο μέλημα είναι να εξυπηρετηθεί το «αφήγημα» και όχι η ουσία.
Ο κ. Παμπορίδης επέκρινε όσο κανείς άλλος τον ΔΗΣΥ και αυτός ήταν και είναι ο λόγος που διαχώρισε τη θέση του από το κόμμα. Και το αν συμμετείχε στην κυβέρνηση Αναστασιάδη μόνο ως καλό μπορεί να καταγραφεί στην ιστορία του τόπου, διότι είναι χάρη στη συμμετοχή του που υλοποιήθηκε η μοναδική ουσιαστική μεταρρύθμιση που έγινε ποτέ, δηλαδή το ΓεΣΥ. Δεν έχω ωστόσο σκοπό να εντρυφήσω περαιτέρω στο περιεχόμενο του «θυμού» της κ. Χαραλαμπίδου, διότι είναι αυτονόητο πλέον πως όποιος πολιτικός επιμένει εμμονικά να μας αφήνει αιχμάλωτους του παρελθόντος είναι ήδη μέρος του προβλήματος για το οποίο αναζητείται επειγόντως μια λύση. Και αυτή η λύση μόνο μέσα από τον δρόμο της υπέρβασης μπορεί να επιτευχθεί και όχι μέσα από τον δρόμο της προσκόλλησης σε διχαστικά αφηγήματα. Εκείνο, ωστόσο, το οποίο θεωρώ σημαντικό και στο οποίο ένας σκεπτόμενος πολίτης πρέπει να εστιάσει προκειμένου να παραμείνει υποψιασμένος είναι στη διατύπωση της «οργισμένης» τοποθέτησης της κ. Χαραλαμπίδου. «Όποιον υποψήφιο επιλέξουν θα είμαι στη μάχη, αλλά με συναγερμικούς δεν μπορώ» είπε και επαναλαμβάνω τη φράση, γιατί εδώ βρίσκεται και το κλειδί για την πραγματική ουσία και όχι εκείνη που θέλει η κ. Χαραλαμπίδου να μας παρουσιάζει ως ουσία. Και ποια είναι αυτή η ουσία; Ένας επικίνδυνος λαϊκισμός, ο οποίος καμουφλαρισμένος από την τάχα «αριστερή» ευαισθησία, στοχεύει σε χειραγώγηση μέσω συναισθηματικών εκβιασμών, προωθώντας συνάμα κατηγοριοποιήσεις των ανθρώπων. Τι ακριβώς σημαίνει «εγώ με συναγερμικούς δεν μπορώ»; Σε ποια ηθική μπορεί να έχει αντίκρισμα ένας τέτοιος αφορισμός; Όποιος είναι ή υπήρξε συναγερμικός είναι εχθρός; Μίασμα; Βάρβαρος;
Και αντιστοίχως, το ίδιο πρέπει να ισχύει και για ένα ΑΚΕΛικό από τους «υπερασπιστές» της αντίπερα όχθης; Μα είναι δυνατόν να κατηγοριοποιούμε τους ανθρώπους με αυτό τον τρόπο και δη σήμερα με τα όσα είδαμε και πάθαμε; Είμαστε ακόμα εγκλωβισμένοι σ’αυτούς τους διαχωρισμούς που ταμπελώνουν και τσουβαλιάζουν τους ανθρώπους στο ίδιο καζάνι; Το να απορρίπτεις κάποιον απλώς και μόνο επειδή του έχεις βάλει μια ταμπέλα, χωρίς καν να ακούσεις τι έχει να προτείνει και χωρίς να λαμβάνεις υπόψη την προσωπικότητά του ή το έργο που έχει επιτελέσει πόσο δημοκρατικό είναι αλήθεια; Και πόσο ηθικό; Και πόσο διαφέρει από το «σκεπτικό» ενός ρατσιστή ή ενός οποιουδήποτε φοβικού; Μήπως τελικά η πρώτη ύλη είναι η ίδια; Οι ταμπέλες και αυτού του είδους οι γενικεύσεις είναι ύπουλα επικίνδυνες. Και ως τέτοιες οφείλουμε να τις αντιμετωπίζουμε. Υποψιασμένοι για το τι πραγματικά κρύβουν και ποιους πραγματικά εξυπηρετούν.