Ήμουν τις προάλλες φιλοξενούμενη στην εκπομπή της συναδέλφου Κάτιας Σάββα όπου είχα την ευκαιρία να θίξω στον υπουργό Εργασίας το θέμα των ατόμων της τρίτης ηλικίας και της παράλογης «απαίτησης» του κράτους όπως αυτοί βρίσκουν τρόπους (βλέπε παιδιά, εγγόνια, γείτονες) για να τα βγάλουν πέρα με την τεχνολογία ώστε να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Είχα γράψει πριν από μερικές βδομάδες σχετικό άρθρο κάτω από τον τίτλο «Βγες στη γειτονιά» όπου υπογράμμιζα το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι ηλικιωμένοι (και όσοι δεν έχουν ψηφιακές δεξιότητες) καθώς και την επείγουσα ανάγκη εξεύρεσης μιας λύσης από πλευράς του κράτους ώστε να βοηθιούνται αυτά τα άτομα δεδομένου ότι στην παρούσα φάση δεν υπάρχει κανένας υποστηρικτικός κρατικός μηχανισμός και η προτροπή είναι να ζητούν βοήθεια από συγγενικά τους πρόσωπα, πράγμα που όχι μόνο πλήττει την αξιοπρέπειά τους αλλά συντηρεί και προωθεί τον ηλικιακό ρατσισμό και τη διάκριση πολιτών. Πρόθυμος ο κ. Παναγιώτου να ακούσει αλλά και να βρει λύσεις μάς ανακοίνωσε πως παράλληλα με την παροχή δυνατότητας για υποστήριξη είτε με φυσική παρουσία, είτε τηλεφωνικά αυτών των ατόμων, το υπουργείο του ετοιμάζει και κάτι άλλο. Από το φθινόπωρο προγραμματίζεται, όπως μας ενημέρωσε, φυσική παρουσία κλιμακίου των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων σε διάφορα μέρη της Κύπρου –ειδικά τις Κυριακές το πρωί– όπου υπάρχει συγκεντρωμένος κόσμος στις κοινότητες και δη ηλικιωμένοι. Μέσα από αυτή την επί τόπου επίσκεψη, εξήγησε ο κ. Παναγιώτου, θα υπάρχει η δυνατότητα της πρόσβασης στο σύστημα των Κοινωνικών Ασφαλίσεων και το εν λόγω κλιμάκιο θα απαντά σε ερωτήσεις και θα επεξηγεί διάφορα προβλήματα.
Ο υπουργός δήλωσε μάλιστα πως θα συμμετέχει προσωπικά σε κάποιες από αυτές τις επί τόπου «εξορμήσεις» ώστε να δώσει το μήνυμα ότι πέρα από την υποστήριξη αυτή καθ’ εαυτή το κράτος βρίσκεται δίπλα από τους πολίτες και δεν είναι κρυμμένο στα γραφεία αλλά είναι παρόν εκεί όπου ο κόσμος χρειάζεται την υποστήριξή του. Αναμφισβήτητα η προσωπική επαφή των αξιωματούχων του κράτους με τους πολίτες και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν και δη σε κοινότητες που είναι πιο «παραγκωνισμένες» βοηθά ώστε να διατηρούν οι υπουργοί και λοιποί κρατικοί αρμόδιοι επαφή με την πραγματική πραγματικότητα αλλά από την άλλη αυτή «επωδός» ότι «βρισκόμαστε κοντά στον λαό» απλώς επειδή πάμε στις κοινότητες και ακούμε τα προβλήματά τους, δεν μπορεί να αποτελεί πανάκεια. Αντιθέτως ενέχει τον κίνδυνο να γλιστρήσει κανείς εύκολα στην παγίδα του λαϊκισμού. Και δη όταν μιλάμε για συγκεκριμένα προβλήματα που απαιτούν συγκεκριμένες λύσεις πρακτικής φύσεως για τις οποίες δεν χρειάζεται καν αυτή η επί τόπου κυριακάτικη επίσκεψη. Οι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας θέλουν να είναι συνεπείς με τις υποχρεώσεις τους και δεν μπορούν, γιατί δεν έχουν ψηφιακές δεξιότητες και ούτε είναι υποχρεωμένοι να αποκτήσουν. Το κράτος οφείλει λοιπόν να αναθέσει σε λειτουργούς του να εξυπηρετούν αποκλειστικά αυτούς τους πολίτες που δεν τα βγάζουν πέρα με την τεχνολογία. Να ξέρει δηλαδή ο χωρίς ψηφιακές δεξιότητες πολίτης ότι μπορεί να επικοινωνήσει με τον τάδε αριθμό και να μιλήσει με τον τάδε λειτουργό του οποίου αποκλειστική αρμοδιότητα είναι να τον βοηθήσει. Όλα τ’ άλλα περί επί τόπου επισκέψεων και μεταφοράς μηνυμάτων πως η κυβέρνηση βρίσκεται κοντά στον λαό είναι μεν ωραία και καλά αλλά τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το εν λόγω θέμα δεν αποτελούν την λύση στο πρόβλημα. Το να είσαι κοντά στους πολίτες και στα προβλήματά τους δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι πρέπει να παίρνεις σβάρνα τις κοινότητες και να μαζεύεις τον κόσμο στις πλατείες. Μπορείς κάλλιστα να είσαι κοντά στους πολίτες προσφέροντας πρακτικές λύσεις στα προβλήματά τους και μάλιστα σε εκείνα που το ίδιο το κράτος δημιούργησε, επειδή δεν είχε την «ευαισθησία» και την «προνοητικότητα» να προχωρήσει στην ψηφιακή του μεταρρύθμιση, λαμβάνοντας υπόψιν όλους τους πολίτες και παρέχοντας υποστήριξη σε εκείνους που βρίσκονται σε μειονεκτική θέση. Τόσο απλά.