Το ερώτημα που τίθεται σχετικά με την απόφαση της Νομικής Υπηρεσίας να μην προχωρήσει με ποινικές διώξεις στην υπόθεση Θανάση Νικολάου, είναι κατά πόσο αυτή η απόφαση έπρεπε να είναι μια αυστηρά νομική απόφαση πιστή στο γράμμα του νόμου ή αν θα έπρεπε στη λήψη της να μετρήσει πρωτίστως το πνεύμα του νόμου, το οποίο παραπέμπει στον ορισμό της δικαιοσύνης. Από τα πιο ουσιαστικά μαθήματα που πήρα κατά τη διάρκεια των σπουδών μου στη Νομική Σχολή ήταν ακριβώς αυτό. Πως όταν μιλάμε για δίκαιο δεν σημαίνει ότι μιλάμε και για δικαιοσύνη.
Και πως μια πιστή και αυστηρή εφαρμογή του νόμου δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην απόδοση δικαιοσύνης. Άρα ακόμα κι αν αποδεχτούμε πως η Νομική Υπηρεσία δεν προχώρησε με ποινικές διώξεις, διότι όντως ήταν πολύ δύσκολο να στοιχειοθετηθεί νομικά υπόθεση εναντίον των ατόμων που ενδεχομένως ευθύνονται για τον θάνατο του Θανάση Νικολάου, το ερώτημα εξακολουθεί να παραμένει καίριο και αναπάντητο: Όφειλε η Νομική Υπηρεσία στην προκειμένη περίπτωση να υπηρετήσει μόνο τον νόμο ή είχε χρέος να κοιτάξει πιο ψηλά από το μπόι του νόμου και να αντικρίσει κατάματα την ίδια τη δικαιοσύνη; Διότι αν ο θεσμός του γενικού εισαγγελέα με όλη αυτή την ανεξαρτησία που απολαμβάνει και όλα τα προνόμια που του παρέχει το Σύνταγμα δεν αποτελεί θεματοφύλακα της δικαιοσύνης τότε γιατί υπάρχει και γιατί απολαμβάνει τόσα προνόμια; Αν ο γενικός εισαγγελέας δεν ιεραρχεί την απόδοση δικαιοσύνης ως πρώτιστο καθήκον του και απλώς λειτουργεί σαν ένας ακόμα καταξιωμένος νομικός τότε αυτό σημαίνει πως αντί να υπηρετεί τον θεσμό που εκπροσωπεί, επιχειρεί να υποβιβάσει τον θεσμό στα δικά του μέτρα ώστε να εξυπηρετείται ο ίδιος. Οι πολίτες δεν εμπιστεύονται πλέον τους θεσμούς και αισθάνονται οργισμένοι απέναντι στους ανεξάρτητους αξιωματούχος διότι έχουν πλέον την πεποίθηση πως κι αυτοί έχουν μολυνθεί από τον ιό της διαφθοράς και της διαπλοκής. Η υπόθεση Θανάση Νικολάου έρχεται τώρα να ενισχύει αυτή την πεποίθηση και να ενδυναμώσει την αίσθηση του πολίτη ότι δεν μπορεί πουθενά να βρει το δίκιο του. Διότι ακόμα κι αν δεχτούμε ότι ήταν εξαιρετικά δύσκολο να υπάρξουν μαρτυρίες, η απορία είναι γιατί δεν προχώρησε η Νομική Υπηρεσία σε ποινικές διώξεις εκείνων που τότε δεν έκαναν καλά τη δουλειά τους; Το ΕΔΑΔ αποφάνθηκε ότι η έρευνα που έγινε τότε για τον θάνατο του Θανάση ήταν ανεπαρκής και καταδίκασε μάλιστα την Κύπρο στη καταβολή προστίμου προς την οικογένεια του θύματος.
Και επειδή η έρευνα ήταν ανεπαρκής, χάθηκαν στοιχεία και μαρτυρίες και καταχωρήθηκε «ανάλαφρα» ο θάνατός του σαν αυτοκτονία. Δεκαοκτώ, ωστόσο, χρόνια μετά και με την επιμονή μιας μάνας που δεν το βάζει κάτω, η υπόθεση του Θανάση ερευνήθηκε ξανά, οι ανεξάρτητοι ανακριτές αποφάνθηκαν ότι δεν αποκλείεται καθόλου η εγκληματική ενέργεια και το πόρισμά τους παραδόθηκε στη Νομική Υπηρεσία. Η Νομική Υπηρεσία έκλεισε την υπόθεση στο συρτάρι της, αφήνοντας την οικογένεια να τα βγάλει πέρα μόνη της με ιδιωτικές ποινικές διώξεις. Αυτό σύμφωνα με το πνεύμα ποιου νόμου ερμηνεύεται ως δικαιοσύνη; Γιατί δεν προχώρησε η Νομική Υπηρεσία σε διώξεις αυτών που είχαν τότε την ευθύνη της διερεύνησης της υπόθεσης; Ακόμα κι αν τα στοιχεία εναντίον τους δεν ήταν, σύμφωνα με τη γνώμη της Νομικής Υπηρεσίας, επαρκή, από τη στιγμή που υπήρχε η απόφαση του ΕΔΑΔ –ότι η τότε έρευνα ήταν ανεπαρκής– η Νομική Υπηρεσία όφειλε να τους οδηγήσει ενώπιον του δικαστηρίου. Το καθήκον της, ιδιαίτερα στην προκειμένη περίπτωση, ήταν να κάνει το αδύνατο δυνατό για να αποδοθεί, έστω και τώρα, δικαιοσύνη. Και η αιτιολογία ότι δεν προέκυψε μαρτυρία που να συνδέει τα άτομα που ενδεχομένως ευθύνονται για τον θάνατο του Θανάση, μόνο μια ερμηνεία επιδέχεται: Πως στην καλύτερη των περιπτώσεων η Νομική Υπηρεσία παραμένει εγκλωβισμένη στο γράμμα του νόμου αγνοώντας το πνεύμα του και τη δικαιοσύνη –και στη χειρότερη ούτε καν αυτό…