Θέλησε να περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του στο χωριό όπου γεννήθηκε. Ήταν περίπου 79 χρονών, όταν πήρε αυτή την απόφαση. «Δεν ξέρω πόση ζωή μου έχει απομείνει» δήλωσε τότε στις εφημερίδες, γι’ αυτό και ήθελε όση απέμεινε να την περάσει στο χωριό του. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Λάρνακα της Λαπήθου και όταν το 2003 επέστρεψε για να δει το σπίτι του, το είδε κατεστραμμένο και αρρώστησε. «Ήμουν άρρωστος για μήνες» είχε πει αλλά παρόλα αυτά δεν σταμάτησε να πηγαίνει στο χωριό του και να πίνει τον καθημερινό του καφέ με τους Τουρκοκύπριους. Όταν ενημερώθηκε πως η ακίνητη περιουσία του δεν είχε δοθεί σε άλλους, μετά την εισβολή, αποφάσισε να τη διεκδικήσει μέσα από την Επιτροπή Ακίνητης Περιουσίας στα Κατεχόμενα. Δεν τον ενδιέφεραν οι πολιτικές σκοπιμότητες, ούτε τα συμφέροντα, το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να πεθάνει εκεί όπου γεννήθηκε και πέρασε τα πιο όμορφά του χρόνια.
Ελπίδα για λύση δεν είχε πια, δεν πρόκειται να υπάρξει σύντομα λύση, είπε και με το «σύντομα» εννοούσε στον δικό του χρόνο ζωής. Αποτάθηκε στην Επιτροπή, ακολούθησε όλες τις σχετικές διαδικασίες, πήρε εν τέλει πίσω την περιουσία του και ξεκίνησε να χτίζει εκεί ένα σπίτι για να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του. Μόνος του πήρε αυτή την απόφαση, δεν είχε καμία προσδοκία από κανένα, ούτε και τον ενδιέφερε τι έλεγε ο καθένας γι’ αυτή του την ενέργεια. «Δεν φοβάμαι, δεν ανησυχώ, εδώ είμαι ευτυχισμένος» είπε όταν πια κατάφερε να χτίσει το σπίτι του. Πριν από λίγες μέρες ο εν λόγω πρόσφυγας πέθανε, αφού πρώτα όμως ευτύχησε να ζήσει τα τελευταία του χρόνια εκεί όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε. Η ιστορία αυτή ανήκει στο Νικόλα Σκουρίδη, οι εφημερίδες τον χαρακτηρίζουν ως τον πρώτο Ελληνοκύπριο που εγκαταστάθηκε στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου μετά το 1974 και σημειώνουν ότι το οικόπεδό του στον Λάρνακα της Λαπήθου του επιστράφηκε το 2018 με απόφαση της Επιτροπής Ακίνητης Περιουσίας. Γιατί γράφω αυτή την ιστορία σήμερα; Διότι οφείλουμε να κοιτάξουμε το εθνικό μας θέμα και από αυτή την οπτική. Και να αρχίσουμε πλέον να θέτουμε ερωτήματα που έχουν να κάνουν με την ίδια τη ζωή και όχι μόνο με την ιστορία. Με τον κύκλο της ζωής ανθρώπων που έζησαν περιμένοντας και πέθαναν χωρίς να δικαιωθεί σε τίποτα η αναμονή τους. Υποθέτω πως όταν ο Νικόλας Σκουρίδης πήγαινε στην Επιτροπή Ακίνητης Περιουσίας πολλοί θα τον χαρακτήρισαν «προδότη», θα είπαν πως μ’ αυτές τις πράξεις είναι «που ξεπουλούμε τις περιουσίες μας και δυναμιτίζουμε τις πιθανότητες εξεύρεσης δίκαιης λύσης».
Αυτά δεν λένε πολλοί και σήμερα; Για τις προδοσίες ωστόσο τις πολιτικές που διαπράχθηκαν όλα αυτά τα χρόνια, όταν κλωτσούσαμε τις ευκαιρίες επίλυσης, επειδή βάζαμε σε προτεραιότητα το κόμμα αντί τη χώρα ή τα όποια άλλα φανερά και αφανέρωτα συμφέροντα, επιλέγουμε να μη μιλάμε και κυρίως να μη δαχτυλοδείχνουμε. Κάθε φορά ωστόσο που ένας άνθρωπος όπως ο Νικόλας Σκουρίδης επιχειρεί να βρει τον τρόπο να αισθανθεί το χάδι μιας δικαίωσης μόνος του, αφού έχει χάσει κάθε ελπίδα και εμπιστοσύνη στους πολιτικούς μας χειρισμούς, αυτό θα έπρεπε να κάνουμε προτού τον κατακρίνουμε. Να αναλογιστούμε τι προδώσαμε εμείς, όταν επιτρέπαμε σε ψευτοπατριώτες πολιτικάντηδες να μας παραπλανούν μόνο και μόνο για να ανεβαίνουν στα δώματα της εξουσίας. Αναγνωρίζω πως δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει λύση με όλους τους πρόσφυγες να επιστρέφουν, αλλά τουλάχιστον κάποιοι από αυτούς, με σχέδια που απορρίψαμε, θα γύριζαν και θα μπορούσαν να κλείσουν τον κύκλο της ζωής τους όπως τον άρχισαν. Κι αυτό δεν θα έπρεπε να θεωρείται λίγο.
Ούτε και τώρα πρέπει να θεωρείται λίγο. Λίγοι παραμένουμε εμείς που ανεχόμαστε ακόμα να διεκδικούν την ψήφο μας πολιτικοί που φοβούνται να παραδεχτούν τις «προδοσίες» μας, αφήνοντας έτσι ζωές να τελειώνουν με την πίκρα στο στόμα.