ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Γράμμα στον πατέρα (49 χρόνια μετά)

Της Ελένης Ξένου

Της Ελένης Ξένου

twitter

Η μεσπιλιά σου μαράθηκε. Πρώτα αρρώστησε και μετά μαράθηκε. Δεν μπορούσε να τη σώσει είπε ο Σαλίμ. Προσπάθησε αλλά δεν τα κατάφερε. Στη θέση της τώρα μεγαλώνει μια μαραπελιά. Κόκκινες μαραπέλες. Μικρές στρογγυλές σαν μπάλες χριστουγεννιάτικου δέντρου. Ο Σαλίμ μου είπε να κόψω μπόλικες και να τις φέρω πίσω μαζί μου. Δεν έκοψα παρά μόνο μια-δυο, τις έφαγα επί τόπου και έφτυσα το κουκούτσι στο χώμα. Ο Σαλίμ σε θυμότανε, και μένα με θυμήθηκε, «εσύ δεν ήσουν που ήρθες τότε μαζί του;».

Εγώ ήμουν που ήρθα τότε μαζί του μόνο που το τότε δεν υπάρχει πια, για πάντα, ολοκληρωτικά. Με ρώτησε πού είσαι, γιατί δεν πας πια να δεις το σπίτι σου, το σπίτι σου, έτσι είπε, αποξενωμένος κι αυτός από τον εαυτό του, αποξενωμένος όσο εσύ. «Πριν ερχότανε συχνά εδώ απέξω ο πατέρας σου με ένα γκρίζο αυτοκίνητο». Τραβούσες, είπε, φωτογραφίες. Το σπίτι; Τη μεσπιλιά; Και το σπίτι και τη μεσπιλιά; Τι τραβούσες; «Τις έβγαζε από το αυτοκίνητο». Δεν κατέβαινες, είπε, έσβηνες τη μηχανή, άνοιγες το τζάμι και φωτογράφιζες. Και ύστερα έφευγες. Εκείνος σε κοιτούσε από το παράθυρο του παιδικού σου υπνοδωματίου, μπορεί όμως και να ήτανε από το άλλο, της κρεβατοκάμαρας της γιαγιάς, τι σημασία έχει, όποιο και να ήταν, κομμάτι σου η θέα όλων τους. Μια μέρα, από κείνες που εσύ φωτογράφιζες και κείνος σε κοιτούσε, σκέφτηκε να σου φωνάξει να κατέβεις για καφέ, δεν σου φώναξε, ήθελε, είπε, να σε αφήσει στην ησυχία σου. Ποια ησυχία σου;

Το νερό σταμάτησε να τρέχει στα πετραύλακα, διασωληνώθηκε το νερό, κανένας ήχος τρεχάμενου νερού κι αυτή την ησυχία δεν την άντεχες. Δεν την άντεχες από τότε που την είδες, όταν μαζί πήγαμε στο σπίτι, πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια. Το νερό των αυλακιών που σταμάτησε να τρέχει, εκείνο σε λύγισε. Στ’ άλλα κρατήθηκες όρθιος. Δεν μου είπες ότι πήγαινες μόνος σου μετά και φωτογράφιζες. Ούτε και τις φωτογραφίες που τραβούσες μου τις έδειξες ποτέ. Καταλαβαίνω. Το πένθος είναι προσωπική υπόθεση. Απόλυτα μοναχική. Και ψέμα πως ο χρόνος θεραπεύει. Φριχτό ψέμα. Οι ρίζες μένουν άνυδρες. Στάσιμη ξηρασία, ακίνητη. Ο Σαλίμ επιμένει να μου φτιάξει καφέ, με ρωτά πού είσαι, του είπα πως πέθανες, εδώ και τρία χρόνια δεν είσαι πια στη ζωή, λυπήθηκε το είδα στην έκφρασή του πως λυπήθηκε. Με πλησίασε και έβαλε το χέρι του στον ώμο μου, ήθελα να κλάψω αλλά συγκρατήθηκα. Έκλαψα μετά, όταν διέσχισα τα μωσαϊκά του σαλονιού. Ξυπόλητη τα διέσχισα. Έβγαλα τα παπούτσια μου και παρακαλούσα να νιώσω στις γυμνές μου πατούσες την υγρασία των νεροπηγών, κάπου εκεί κάτω, μέσα στους αρμούς θα υπάρχουν ακόμα αδιόρατες σταγόνες. Σταγόνες του παιδικού σου εαυτού. Ποτέ πριν δεν δοκίμασα να σε φανταστώ να μπουσουλάς και να διασχίζεις το σαλόνι. Ξυπόλητη τώρα σ’ αυτά τα μωσαϊκά δεν τη χρειαζόμουν τη φαντασία. Αργά το περπάτησα το πάτωμα μέχρι το πίσω περβόλι, δεν βιαζόμουν, γιατί να βιαστώ, ο χρόνος έφυγε. Χάθηκε. Αρρώστησε και μάρανε.

Όπως τη μεσπιλιά σου. Εκεί έκλαψα. Στο πίσω περβόλι. Με τις λεμονιές και τις δίφορες μανταρινιές σου ανεπανόρθωτα απούσες. Τις αγαπούσες τις δίφορες μανταρινιές, σε μάγευε η σοφία τους. Δεν με είδε κανείς που έκλαψα. Δεν υπήρχε κανείς να με δει. Τίποτα δίφορο. Γιατί ερχόσουνα μόνος σου και φωτογράφιζες το σπίτι; Τι ήθελες να φωτογραφίσεις; Την περιοχή της νοσταλγίας σου; Ή τη νοσταλγία της περιοχής σου; Ίσως και να μην έπρεπε να συγκρατηθώ. Ίσως να έπρεπε να κλάψω προτού διασχίσω τα μωσαϊκά. Προτού διασχίσω τον διάδρομο. Προτού φτάσω στο πίσω περβόλι. Τώρα το μετανιώνω. Εκείνη την ώρα δεν το σκέφτηκα. Ούτε και τώρα το σκέφτηκα. Το ένιωσα σαν ρίγος. Πως αν έκλαιγα στο ώμο του Σαλίμ ίσως να έφτανε κοντά σου ταχύτερα μια δροσιά. Έφυγες τόσο άνυδρος.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Της Ελένης Ξένου

Ελένη Ξένου: Τελευταία Ενημέρωση

X