Κυριακή απόγευμα, ησυχία στη γειτονιά, ήχοι καμπάνας από μακριά και σποραδικά γαβγίσματα, τίποτα άλλο. Κάνω μια βόλτα μέχρι τον Άγιο Κασσιανό, μου αρέσει ο κήπος του, μυρωδιές βασιλικού και θυμιάματος φτάνουν μέχρι τη νεκρή ζώνη και σκορπίζονται πάνω από τα απομεινάρια του τραύματος. Στην εκκλησία μέσα δεν είναι κανείς, ανάβω ένα κερί, μεγάλη η δύναμη της προσευχής, τεντώνει το μπόι του ανθρώπου, δικές μου οι σκέψεις, δεν τις μοιράζομαι, φοβάμαι την ανθρωποφαγία των καιρών και τo αναποδογύρισμα των εννοιών, προτιμώ τη σιωπή. Βαθιά εισπνοή και εκπνοή στην μικρή αυλή του Αγίου Κασσιανού και μετά επιστρέφω από έναν άλλο παράδρομο. Παρατηρώ τα σπίτια και τις γλάστρες παρατεταγμένες έξω από τις εξώπορτες και τις γάτες που απλώνουν στο πλακόστρωτο και τα κλειστά παντζούρια που είναι χρωματισμένα στους τόνους μιας υπερρεαλιστικής παραδοξότητας που μόνο τούτη η γειτονιά μπορεί ακόμα να αφουγκράζεται. Παραέξω δεν φτάνει η βουβή δόνησή της, την εμποδίζει η φασαρία της μάταιης βιασύνης και ο παρατεταμένος θόρυβος των κενών ειδήσεων.
Μια γυναίκα κάθεται σε ένα από τα σιωπηλά μπαλκόνια, το σπίτι της δεν είναι από τα παραδοσιακά, είναι πιο μικρό, χτισμένο μεταπολεμικά, γεμάτο ωστόσο από μυρωδιές φυτεμένων βοτάνων. Εκείνη ηλικιωμένη, σκουπίζει τα χέρια της πάνω στην ποδιά της, πλάι της ο σύζυγός της, ηλικιωμένος κι αυτός, με αμάνικη φανέλα, κοιτάζει προς το μέρος μου με άδειο βλέμμα. Η γυναίκα με χαιρετάει, με τη ζεστασιά που χαιρετούσε παλιά ο ένας τον άλλο στις γειτονιές και βιάζεται να μου εξηγήσει, γιατί δεν κάνει το ίδιο και ο άντρας της. Είναι τυφλός λέει, βλέπει μόνο σκιές, να μην τον παρεξηγώ λέει, στον πόλεμο τυφλώθηκε, κανείς όμως δεν γνοιάστηκε λέει που ο άντρας της τυφλώθηκε στον πόλεμο και από τότε βλέπει μόνο σκιές. Κατεβαίνει από τη βεράντα, δύο σκαλοπάτια και είναι ήδη δίπλα μου στον δρόμο, θέλει κουβέντα, ρωτάει αν είμαι της γειτονιάς, εκείνη δεν είναι, είναι πρόσφυγας λέει, το σπίτι της είναι αλλού, δεν είναι αυτό το σπίτι της παρότι σ’ αυτό θα πεθάνει λέει, το σπίτι της εξακολουθεί να ’ναι αλλού. Μου λέει το χωριό της, κοντά στον Άγιο Επίκτητο, ο άντρας της πιάστηκε αιχμάλωτος λέει, από τα βασανιστήρια τυφλώθηκε, ποιος γνοιάζεται όμως, κανένας δεν γνοιάστηκε αρκετά, λέει, και το επαναλαμβάνει πολλές φορές. Έρχονται τώρα οι υποψήφιοι και οι παρατρεχάμενοί τους και μας λένε διάφορα και τους ακούω και τις νύχτες στις τηλεοράσεις να λένε διάφορα, αλήθειες όμως λένε;
Εγώ δεν πιστεύω κανένα, γιατί κανένας ποτέ δεν γνοιάστηκε αρκετά για μας ώστε να πει όλες τις αλήθειες. Θυμάται τι τράβηξε στον πόλεμο, μου τα περιγράφει λες και ήτανε χτες, με τα χέρια της να πηγαινοέρχονται πάνω στην ποδιά της για να φύγει το τρέμουλο της μνήμης. Κοιμόμουν στα χωράφια, λέει, για μέρες, κάτω από τα δέντρα, τα αγκάθια τρυπούσανε το σώμα μου, για μέρες, χωρίς φαΐ, χωρίς τίποτα, με τα παιδιά μου μικρά κάτω από το φουστάνι μου και παντού αγκάθια. Ένα θέλω όμως να σου πω και να το θυμάσαι, λέει και μου δωρίζει ένα προαιώνιο μυστικό: «Να εύχεσαι να μη σου δώσει ο Θεός όσα ο άνθρωπος αντέχει» λέει. «Αυτή είναι μια σπουδαία αλήθεια», μου λέει μετά και βάζει το σταυρό της. «Εμείς είναι που πληρώσαμε τον πόλεμο, εμείς τον κουβαλάμε ακόμα στους ώμους, γεράσαμε, έφυγε η ζωή μας και θα πεθάνουμε μ’ αυτό το παράπονο: Πως κανείς δεν νοιάστηκε ποτέ αρκετά για μας». Αυτά είπε και ύστερα ανέβηκε τα δύο σκαλοπάτια και κάθισε ξανά πλάι στον άντρα της.
Γιατί έγραψα αυτή την ιστορία σήμερα; Επειδή στάζει αλήθεια. Την αλήθεια μιας ζωής που όπου να ’ναι τελειώνει περιμένοντας ακόμα μια συγγνώμη. Συγγνώμη που δεν γνοιάστηκε κανείς αρκετά γι’ αυτήν και για τόσες άλλες όπως αυτήν αλλά τις άφησαν στη μοναξιά τους να βλέπουν τις σκιές.