Του Ανδρέα Ανδρέου
Ένας αναβρασμός υπάρχει που σε κάποιο βαθμό είναι δικαιολογημένος. Τα επιτόκια πάνε πάνω και άρα το κόστος δανεισμού επίσης το ίδιο, μιας και τα δύο λένε το ίδιο πράγμα. Οι μισθοί δεν αυξάνονται με τον ρυθμό του πληθωρισμού και άρα σε πραγματικούς όρους συρρικνώνονται. Συνεπώς, τι θα γίνει με το στεγαστικό και τις επενδύσεις σε ακίνητα δεδομένου αυτού του υπό δημιουργία χάσματος.
Κανένας δεν πρέπει να αμφιβάλλει ότι οι καιροί είναι δύσκολοι. Είναι εύκολο να πέσουμε στην παγίδα του να κατηγορούμε για κακές οικονομικές πρακτικές και αδύναμη – έως και ανύπαρκτη κάποιοι θα πούνε – κρατική στήριξη. Χωρίς να θέλω να ακουστώ κυνικός και εκ του ασφαλούς εκφραζόμενος ή ακόμη και άκαρδος, κάτω από τέτοιες οικονομικές συγκυρίες θα πρέπει να αποφευχθεί η εφαρμογή πολιτικών που σκοπό έχουν την κατ’ ελάχιστον εξίσωση της μείωσης που επιφέρει σε πραγματικούς όρους ο πληθωρισμός στα εισοδήματα. Όσο κι αν αυτό φαντάζει παράλογο, στην πραγματικότητα η προσπάθεια αντιστάθμισης της μείωσης λόγω πληθωρισμού με τουλάχιστον ισάξια αύξηση στους μισθούς αντιστοιχεί με το να ρίχνουμε λάδι στην φωτιά. Αυτό επιφέρει ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα από το σκοπούμενο που είναι η στήριξη αυτών που το έχουν ανάγκη.
Ο λόγος είναι ότι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος αύξησης μισθών και ανατροφοδότησης του πληθωρισμού που πολύ σύντομα ξεφεύγει εκτός ελέγχου πλήττοντας όλους. Η καλύτερη βοήθεια είναι η συνέχιση μιας σταθερής δημοσιονομικής πορείας με την προσπάθεια να εστιάζει σε έλεγχο του πληθωρισμού μέσω αύξησης των επιτοκίων, αλλά και τα στοχευμένα μέτρα σε ομάδες πληθυσμού που το έχουν περισσότερη ανάγκη.
Η αύξηση στα επιτόκια λειτουργεί σαν κρύα κομπρέσα στην υπερθέρμανση της οικονομίας. Αυτό είναι όλο, και θέλουμε να πέσει η θερμοκρασία επειδή η υπερθέρμανση οδηγεί σε φούσκωμα των τιμών των αγαθών με μακροχρόνιες παρενέργειες. Σκεφτείτε μια οικονομία που συνεχώς υπερθερμαίνεται και οι αξίες των ακινήτων (επί του προκειμένου) συνεχώς φουσκώνουν. Όλο και λιγότεροι μπορούν να αγοράζουν και έρχεται η στιγμή του κραχ. Εκεί σχεδόν όλοι μένουν σοβαρά εκτεθειμένοι και τα σενάρια τα ζήσαμε με τον χειρότερο τρόπο στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν.
Σε αντίθεση, το επιπλέον κόστος δανεισμού ως απόρροια της αύξησης των επιτοκίων είναι ένα πιο παροδικό φαινόμενο επειδή δίνει την ευκαιρία στην οικονομία και στην αγορά να κάνουν τις απαραίτητες διορθώσεις με πιο ελεγχόμενο τρόπο και να επιστρέψουν σε πιο ομαλή πορεία συντομότερα, χωρίς να υπάρχει σοβαρός κίνδυνος για εκτροχιασμό.
Πρέπει να δεχτούμε ότι όπως υπάρχουν οικονομικοί κύκλοι, υπάρχουν και κύκλοι της κτηματαγοράς. Δεν μπορούμε να έχουμε την απαίτηση η αγορά των ακινήτων να καταγράφει πάντα ανόδους κάθε μέρα, κάθε μήνα, κάθε τρίμηνο και κάθε έτος. Φυσικά, αν δούμε την πορεία των επιδόσεων της κτηματαγοράς από απόσταση, η τάση ανόδου είναι διαχρονική. Απλά υπάρχουν αυτές οι μικρές επαναλαμβανόμενες μεταπτώσεις κάθε τόσο που είναι απόλυτα φυσιολογικές, ενώ υπάρχουν και οι πολύ πιο αραιές μεγάλες πτώσεις που συμβαίνουν επειδή συμβαίνουν μεμονωμένα σοβαρά γεγονότα που ωθούν τα πράγματα προς τα εκεί – όπως για παράδειγμα αυτό που ζήσαμε από το τρίτο τρίμηνο του 2008 και για κάποιο διάστημα μετά.
Η σημερινή εικόνα δεν είναι ιδιαίτερα ανησυχητική νοουμένου ότι είμαστε συνετοί και ξέρουμε τι μας γίνεται. Τα ιστορικά στοιχεία καταδεικνύουν πως το πρώτο ενιάμηνο του 2022 ήταν συνολικά το καλύτερο ενιάμηνο από το 2007. Αυτό από τη μια είναι καλό, από την άλλη μπορεί να θεωρηθεί και κακό καθώς ωθεί αβίαστα πολλούς στο να κάνουν συνειρμούς.
Όμως υπάρχουν έντονες διαφορές σε σχέση με το προφίλ αυτών που αγοράζουν. Τότε το 2007 ο μέσος αγοραστής ήταν ένας τυχοδιώχτης που έβαζε κάτω ελάχιστα δικά του χρήματα και τον δάνειζαν οι τράπεζες μας με συνοπτικές διαδικασίες τα υπόλοιπα για να αγοράσει συγκροτήματα – φαντάσματα.
Επιπλέον, ο μέσος κύπριος αγοραστής υπερδανειζόταν επί φουσκωμένων αξιών και ανατροφοδοτούσε την φούσκα με νέες «επενδύσεις» και αυξημένη κατανάλωση.
Σήμερα ο μέσος ξένος αγοραστής είναι άτομο με μεγάλο οικονομικό εκτόπισμα που αγοράζει με μικρό ή ακόμη και μηδέν δανεισμό. Ο μέσος κύπριος αγοραστής αγοράζει με δικά του χρήματα και αν δανειστεί περνά από κόσκινο ελέγχου πριν του εγκριθεί το οποιονδήποτε δάνειο και αφού έχει βάλει κάτω σεβαστή δική του συνεισφορά.
Μπορεί λοιπόν να αυξάνονται τα επιτόκια και να μειώνονται τα νέα δάνεια, και αυτό θα έχει κάποια αρνητική επίπτωση στη τοπική ζήτηση.
Παράλληλα όμως έχει αρνητική επίπτωση και στην προσφορά εφόσον οι αναπτύξεις γίνονται και με δανεισμό. Πιστεύω πως τα χρονικά περιθώρια ομαλοποίησης είναι τέτοια που κάποια στιγμή θα δούμε ελαφρώς μειωμένες συναλλαγές και σχετικά σταθεροποιημένες έως ανεπαίσθητα μειωμένες αξίες.
Αυτό όμως μην το περιμένετε άμεσα· θα είναι μάλλον χαρακτηριστικό του νέου έτους. Παράλληλα να μην ξεχνάμε ότι συνήθως η όποια μείωση στη ζήτηση για αγορά, συνοδεύεται με αύξηση στη ζήτηση για ενοικίαση.