Του Ανδρέα Ανδρέου
Το σημερινό θέμα επανέρχεται δυστυχώς στην επικαιρότητα μόλις καταρρεύσει μια εγκαταλειμμένη οικοδομή ή όταν πέσει ένα μπαλκόνι. Τις πλείστες φορές (ευτυχώς) την είδηση τη συνοδεύει η φράση «…ευτυχώς δεν θρηνήσαμε θύματα…», αλλά όσο περνά ο καιρός είναι θέμα χρόνου να συμβεί – και πάλι δυστυχώς – και αυτό.
Το σύμπτωμα είναι φαινομενικά οι κακά συντηρημένες οικοδομές, αλλά η αιτία είναι πιο ουσιαστική πολυσύνθετη. Έχει να κάνει αφενός με την απουσία επαρκών ελέγχων κατά την κατασκευή που επιτρέπουν την παρείσφρηση κακοτεχνιών και έχει να κάνει αφετέρου με την έλλειψη ελέγχων μετά το πέρας της κατασκευής και κατά τη διάρκεια της ζωής του κτηρίου.
Ας δεχτούμε για χάρη συζήτησης πως η εφαρμογή του αντισεισμικού κώδικα από το 1994 δημιούργησε μια νέα γενιά κτηρίων, που συμπεριφέρονται σωστά κάτω από συνθήκες καταπόνησης και ας δεχτούμε επίσης πως η θέσπιση της υποχρεωτικής επίβλεψης από το 1999 εγγυάται σε μεγάλο βαθμό αυτή την στατική επάρκεια που απαιτεί ο αντισεισμικός κώδικας. Πρέπει να αισθανόμαστε ασφαλείς; Μονολεκτικά απαντάμε πως, όχι.
Όλο το κτηριακό στοκ της χώρας το οποίο σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε πριν θεσπιστούν τα πιο πάνω (αντισεισμικός κώδικας και επίβλεψη) και που στο μεταξύ δεν έτυχε της όποιας ορθής στατικής αναβάθμισης σε βαθμό που να κρίνεται επαρκής, αποτελεί δυνητικό κίνδυνο αστοχίας – είτε ολοκληρωτικής ή τμηματικής, με απρόβλεπτο αποτέλεσμα και αφήνοντας εντελώς στην τύχη τον παράγοντα «ανθρώπινη ζωή».
Μπορεί κάποιοι να θεωρούν πως οι αισθητικές παρεμβάσεις σε μια οικοδομή ή το περιοδικό φρεσκάρισμα της αρκούν στο να την εντάξουν στην κατηγορία «συντηρημένη οικοδομή». Αυτό όμως δυστυχώς δεν αρκεί. Αντίθετα μπορεί και να επιβαρύνουν την φυσική της κατάσταση. Αν για παράδειγμα μια πεπαλαιωμένη σαθρή εξωτερική επιφάνεια ενός κτηρίου επενδυθεί με νέο κέλυφος το οποίο εδράζεται σε εξωσκελετό, τότε αν δεν γίνει η σωστή προεργασία υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η υπερφόρτωση με μεγαλύτερα κάθετα φορτία να ωθήσει στην κατάρρευση του νέου κελύφους. Αλλά ας δούμε πιο απλές περιπτώσεις. Μήπως επιβάλλεται το περιοδικό μπογιάντισμα μιας οικοδομής; Εγώ λέω πως αναντίλεκτα, ναι. Τη βοηθά να δείχνει πιο όμορφη, πιο σύγχρονη, μη παραμελημένη και σίγουρα τη βοηθά στο να διατηρεί ένα σεβαστό επίπεδο αξίας. Κάποιοι το κάνουν, οι περισσότεροι όμως όχι. Είναι όμως αρκετό ένα μπογιάντισμα; Η απάντηση είναι και πάλι πως, όχι. Η στατική επάρκεια δεν έχει να κάνει με την καλαισθησία της οικοδομής. Αν παράλληλα δεν ελέγχονται παράγοντες όπως η κατάσταση του σκυροδέματος (μπετόν) και η κατάσταση του οπλισμού (σίδηρο), τότε ό,τι επιφανειακό κάνουμε συμπεριφέρεται σαν μακιγιάζ το οποίο μπορεί να κρύβει… πανούκλα. Και ο τρόπος να ελέγξεις αυτά είναι μέσω εργαστηριακών ελέγχων. Εκεί θα φανούν πολλά και θα δοθεί η σωστή κατεύθυνση από τους μηχανικούς για τις διορθωτικές κινήσεις που απαιτούνται.
Μπορούμε με μια μονοκοντυλιά να εντάξουμε όλα τα κτήρια μιας ηλικίας σε μια κατηγορία;
Δεν συστήνεται επειδή υπεισέρχονται πολλοί άλλοι λόγοι που παίζουν το ρόλο τους. Για παράδειγμα, ένα κτήριο σε παραθαλάσσια ζώνη που ανεγέρθηκε τη δεκαετία του 1970, μπορεί να θεωρηθεί πιο καταπονημένο από ένα αντίστοιχο του που ανεγέρθηκε στη Λευκωσία. Όμως και πάλι δεν μπορούμε να βασιστούμε μόνο σε αυτό για να κατηγοριοποιήσουμε επειδή έχει σημασία τι υλικά χρησιμοποιήθηκαν τότε, τι προσθηκομετατροπές έγιναν έκτοτε και σε ποιο βαθμό αυτές επηρεάζουν τη στατική συμπεριφορά του κτηρίου, πόσες από αυτές είναι αδειούχες και πόσες παράνομες, τι μέτρα λαμβάνονταν για την προστασία του φέροντα οργανισμού κλπ.
Σαν πηγές προβλημάτων σε κτήρια μεγάλης ηλικίας αναφέρω ενδεικτικά, τις ελλιπείς υγρομονώσεις που έχουν την σταδιακή οξείδωση του οπλισμού που οδηγεί στη τελική αστοχία. Αυτά είναι ιδιαίτερα εμφανή σε πλάκες και δοκάρια οροφών, σε μπαλκόνια και σε βάσεις υποστυλωμάτων. Άλλο παράδειγμα είναι η χρησιμοποίηση άμμου σαν υπόστρωμα των δαπέδων. Αυτή η εγκληματική προσέγγιση της τότε περιόδου υποβοηθά την εισχώρηση και τον εγκλωβισμό υγρασιών που με τη σειρά τους επηρεάζουν αρνητικά τον σκελετό, τις τοιχοποιίες αλλά και τις υπηρεσίες που διαπερνούν τα δάπεδα. Άλλο παράδειγμα είναι η αποκόλληση των αποχετεύσεων μεταξύ επιπέδων ορόφων που δημιουργούν και πάλι πρόβλημα υγρασιών με τα γνωστά μακροχρόνια προβλήματα.
Τελευταίο αλλά εξίσου σημαντικό σε αυτή την κουβέντα είναι η υπερφόρτωση τμημάτων του κτηρίου με κατασκευές που δεν προορίζονταν κατά τον σχεδιασμό των τμημάτων αυτών. Για παράδειγμα, τα μπαλκόνια. Σχεδιάστηκαν σαν μπαλκόνια και όχι σαν υπνοδωμάτια ή σαν καθιστικά ή τζαμαρίες ή σαν αποθηκευτικοί χώροι. Τα μόνιμα επιπλέον φορτία θα «γονατίσουν» το μπαλκονάκι σας κάποια στιγμή. Τι φταίνε οι άνθρωποι που θα πληρώσουν κάποτε την αμέλειά σας;
Όλα αυτά καταλήγουν σε ένα πράγμα: πρέπει να θεσπιστεί ο περιοδικός έλεγχος (εγώ το λέω δημόσια εδώ και 20 χρόνια), και να υπάρχει πιστοποιητικό καταλληλόλητας. Θα πρέπει να δίνονται κατευθυντήριες γραμμές επιδιορθώσεων και παρακολούθηση της συμμόρφωσης. Θα πρέπει να θεσμοθετηθούν τα ταμεία συντήρησης κτηρίων και δη των κοινόκτητων οικοδομών και να δοθούν τα κατάλληλα εφόδια στις διαχειριστικές επιτροπές για να υλοποιούν το έργο τους.
Ειδικά ο περιοδικός έλεγχος πρέπει να αρχίζει να εφαρμόζεται σε κτήρια ηλικίας 10 ετών (και άνω). Το πράγμα δεν σηκώνει άλλη αναβολή. Κάποτε η τύχη τελειώνει και αντί στέγης πάνω από το κεφάλι μας μην έχουμε μπαλκόνι… στο κεφάλι μας.