Kοιμήθηκα πάνω σε μια μαξιλαροθήκη γεμάτη από καραβάκια και ξύπνησα με την μυρωδιά των συκιών να μπαίνει σαν κλέφτης από το παράθυρο. Υποθέτω οι περσείδες συνέχισαν να πέφτουν ενόσω κοιμόμουνα, ό,τι κι’αν ονειρεύτηκα πολύ πιθανόν νάναι ραντισμένο με την αστερόσκονή τους, μ’αρέσει αυτή η δυνατότητα, κάνει το κεφάλι μου πιο ανάλαφρο.
Είμαι στην Σαλαμιού, ένα χωριό της ορεινής Πάφου, οδήγησα δύο ώρες και κάτι για να φτάσω μέχρι εδώ, είναι το φεστιβάλ Αnimafest, ο Γιώργος είπε πως χαίρεται που θαρθώ φέτος γιατί θάχει ωραίες μουσικές και ωραίες ταινίες animation και μια ωραία έκθεση και θάναι και ο Ολλανδός σκηνοθέτης της “Κόκκινης Χελώνας”. Τώρα είναι εννέα το πρωί, οι θαμμώνες του φεστιβάλ κοιμούνται, το ξενύχτησαν χθες το βράδυ στο καφενείο, παίζανε οι μουσικοί τα ρεμπέτικα τους μέχρι το ξημέρωμα, στο κάμπιγκ οι σκηνές έχουν τα φερμουάρ ανεβασμένα, ο ίσκιος από τα δέντρα συνεργός στην επιμήκυνση της θερινής ραστώνης, είμαι ίσως η μόνη που κινείται τέτοια ώρα στα σοκάκια του χωριού.
Την προηγούμενη μέρα είδα κόσμο που είχα καιρό να δω, παλιούς συναδέλφους και γνωστούς, ήπιαμε μαζί λεμονάδες και φάγαμε πρόγευμα σε ένα όμορφο μπαλκόνι, λέγαμε αστεία, λέγαμε και σοβαρά και πότε-πότε συννενοούμασταν μόνο με γκριμάτσες, ένα ανασήκωμα του φρυδιού ή δύο τρία ζαρώματα στο μέτωπο και η δυσαρέσκεια μας στην επιδερμικότητα του σήμερα συντονιζόταν. Ανάμεσα μας νεαροί με μπλεγμένα μαλλιά και μπόλικα τατουάζ πηγαινοέρχονταν με ένα βλέμμα αντίδρασης στα δοσμένα και περιέργειας για τα ψαγμένα που όπως και να το δεις έμοιαζε με παρήγορη ελπίδα.
Διαλέγω ένα μικρό τραπέζι στο μέσο του καφενείου, στο διπλανό κάθονται 3-4 ηλικιωμένοι κάτοικοι της Σαλαμιού, η παρουσία μου τους αιφνιδιάζει, το πρωινό ξύπνημα είναι δικό τους “χωράφι”, τί γυρεύω εγώ σαν αδέσποτο σκυλί μέσα στα πόδια τους; Τους καλημερίζω, “καλώς την” μου λένε, παίρνω τη “έγκριση” τους και παραγγέλνω ένα σκέτο βγάζοντας διακριτικά το σημειωματάριο μου από την τσάντα. Ο ένας από αυτούς, ο πιο ικανός στις αφηγήσεις, συνεχίζει την ιστορία που έλεγε, φοράει μαύρα και έχει ένα μεγάλο λευκό λεβέντικο μουστάκι, “αχ ρε νιάτα μου τσε έχασα σας”, λέει κάποια στιγμή και κουνάει τα χέρια του πέρα δώθε λες και αν ανακατέψει επίμονα τον άερα θα του φέρει τα νιάτα του πίσω.
Παριστάνω πως κάτι γράφω, τίποτα δεν γράφω, κρυφακούω, θέλω να αρπάξει το αυτί μου ιστορίες αυτής της ηλικίας όπου στις παραγράφους της κάθε σημείο στίξης έχει πάει πια στο τόπο του. Ή όπως το λέει ο Μπόρχες “στα γηρατειά απομένει μονάχα ο άνθρωπος και η ψυχή του”. Από την άλλη ίσως και νάναι μια ευχή να νιώσω στο πετσί μου την Κύπρο που είδε κάποτε ο ποιητής, εκείνη που έκρυβε κάποιο θαύμα και τώρα χάνεται οριστικά μαζί με τούτη τη γενιά που συνομιλούσε κάποτε με θάλασσες και ανέμους.
Ο κ. Μενέλαος τραβάει μια καρέκλα και κάθεται μαζί μου, είσαι μόνη σου ρωτά, ναι του γνέφω, να κάνουμε παρέα μου λέει, δεν βάζει ερωτηματικό, επιμένει να μου κεράσει δεύτερο καφέ. Είναι 88 χρονών, έκανε δεκάδες δουλειές στην ζωή του, σκαρπάρης, καλουπτζιής και ένα σωρό άλλες, δεν έφυγε ποτέ από την Σαλαμιού, η γυναίκα του πέθανε, τα παιδιά του ζουν στο εξωτερικό, είμαι μόνος μου, λέει, τα μάτια του υγραίνονται, αποτυπώνω το διάφανο της υγρασίας τους στο μυαλό μου. Χαίρεται αυτές τις μέρες που το χωριό γεμίζει φωνές και μουσικές, το σπίτι του είναι εκείνο με τα μεγάλα αβοκάντο, μου το δείχνει από μακριά, κάθε μεσημέρι του αρέσει να πίνει ένα ποτήρι ζιβανία στην αυλή του, λέει.
Έζησες καλά κ. Μενέλεαε τον ρωτώ κι’ αυτός σκύβει μπροστά και μου ψυθυρίζει σαν μυστικό πως “όταν περάσεις τα ογδόντα σου καταλαβαίνεις ότι ματαιότης, ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότητης”. Αυτή είναι η απάντηση του. Το μυστικό του με αναστατώνει, το περιφέρω μαζί μου καθόλη τη διάρκεια της μέρας μέχρι που επιτέλους νυχτώνει και στον ουρανό αρχίζουν να πέφτουν σαν βροχή οι Περσείδες την ώρα που στην μεγάλη οθόνη μια κόκκινη χελώνα βγαίνει στην ακτή και μεταμορφώνεται σε αγάπη…