Η Ε. έχει φτιάξει μια τούρτα από κουπέπια, δεν έχω ξαναδεί κουπέπια σε τέτοια εκδοχή, ούτε και την Ε. την έχω ξαναδεί παρότι είμαστε ξάδελφες, της λέω πως εντυπωσιάζομαι με την τούρτα και πως χαίρομαι που επιτέλους γνωριζόμαστε. Το τραπέζι είναι ήδη στρωμένο, κόκκινα σουπλά και διάφανα ποτήρια, το κλιμαστιστικό στο φουλ, είναι οι μέρες του καύσωνα, και τα στόρια κατεβασμένα. Όπου νάναι φτάνουν και οι υπόλοιποι συγγενείς, άγνωστοι σε μένα, η μάνα μου και ο θειός μου συγκινούνται που τους βλέπουν μετά από τόσο καιρό, κάνουν σχόλια για το πόσο καλά κρατιούνται, αγκαλιάζονται σφικτά και φιλιούνται σταυρωτά.
Η Ε. μοιάζει στον πατέρα της, λέει ο Σ, και ο πατέρας της στο πατέρα του που ήταν αδελφός του δικού μου παππού, από την Αθηαίνου όλοι τους, πέθαναν χρόνια τώρα, εμείς είμαστε ό,τι έχει απομείνει από κείνους και παράξενο που καλά-καλά δεν γνωριζόμαστε. Η Ε. έφτιαξε και κεφτεδάκια και μακαρόνια και πατάτες στο φούρνο, το μπουφέ της θυμίζει κυριακάτικο μεσημέρι γιορτής, δεν είναι όμως μεσημέρι, είναι ένα καλοκαιρινό βράδυ κάπου στην Λευκωσία και η ιδέα να μαζευτούμε προέκυψε για χατίρι της Κ. που μένει στην Αθήνα και ήρθε για λίγες μέρες διακοπές. Κάθομαι περίπου στο μέσο του τραπεζιού, δίπλα μου ένας ξάδελφος, ανταλλάζουμε στα γρήγορα βιογραφικά στοιχεία, μένει κι’αυτός Αθήνα, στο δρόμο αν τον συναντούσα θα μου ήταν άγνωστος, είναι όμως κομμάτι της προσωπικής μου ιστορίας, κι’αυτό παράξενο, τόσο που θυμάμαι εκείνη την φράση της Μπριλάρ “σε λίγο θα κλείσω τα πενήντα και είναι καιρός να γνωρίσω τον εαυτό μου” λέει, την μνημονεύει η Ερνό στο βιβλίο της “Τα χρόνια”, προσωπικά βέβαια τα πενήντα τα έχω περάσει, δεν είναι όμως εκεί το θέμα. Το θέμα είναι πως τους παρακολουθώ όλους έναν-έναν μ’αυτή την διάθεση, τις γκριμάτσες, τις χειρονομίες, το τρόπο που ανοιγοκλείνουν τα βλέφαρα και το πόσο πανέτοιμο είναι το φθαρμένο τους σώμα, να τρέξει στο πριν και να ξεκουραστεί για λίγο στις ιστορίες του παρελθόντος.
Ακούω τον Σ. να διηγείται αστεία περιστατικά από το σχολείο και τις πρώτες εξόδους στους σινεμάδες της εποχής, η Λ. σφηνώνει στην αφήγηση του και τα πρώτα τους φλερτ, δίνει την σαλάτα στην Κ και ζητάει την βοήθεια της για να θυμηθεί ονόματα, η μάνα μου την ίδια ώρα μιλάει με την Μ. για τα καλοκαίρια στην Κακοπετριά και η Ε. φέρνει στο τραπέζι την τούρτα από κουπέπια. Δεν μιλάω πολύ παρότι μέσα μου ένα σωρό ερωτήσεις τσακώνονται ποιά θα πρωτοειπωθεί, η αγωνία να μάθω τα πάντα είναι σχεδόν βασανιστική, είναι οι τελευταίοι αφηγητές που έχουν απομείνει, έχω επίγνωση πια, και η αλήθεια είναι πως αν για κάτι μετανιώνω είναι που δεν ρώτησα έγκαιρα όσα όφειλα προτού θαφτούν οι απαντήσεις στο χώμα. Δεν μιλάνε καθόλου για τα πολιτικά, τα αποφεύγουν, θέλουν να πούνε την ιστορία του τόπου αλλιώς, μέσα από τις μέρες και τις νύχτες τις δικές τους, αυτές είναι άλλωστε που αισθάνονται μια προς μία στο κορμί τους σαν αναφαίρετο δικαίωμα, αδιαπραγμάτευτο. Ο Σ. συνεχίζει να αφηγείται αστεία περιστατικά, σε ένα από αυτά ξεκαρδιζονται όλοι στα γέλια, το πολύ γέλιο αφαιρεί μαγικά από τα πρόσωπα τους τις ρυτίδες, ξαφνικά μοιάζουν όλοι τους αγοράκια και κοριτσάκια έτοιμα να παίξουν με την ζωή από την αρχή. Η Ε. μου λέει πως χαίρεται που γνωρίσαμε η μια την άλλη, της λέω το ίδιο, συμφωνούμε να μην χαθούμε, δεν γίνεται να χαθούμε, έχουμε και οι δύο μέσα στο βλέμμα μας τα μάτια των παππούδων μας, ανταλλάζουμε τηλέφωνα και σηκωνόμαστε να μαζέψουμε τα πιάτα από το τραπέζι.
Είναι η ώρα του γλυκού, “κορίτσια” και “αγόρια” παραμένουν στην θέση τους και το βάρος των χρόνων και του χρόνου κοιμάται σαν γάτα κάτω από το τραπέζι. Εξακολουθώ να επεξεργάζομαι την κάθε τους χειρονομία, γκριμάτσα ή σύσπαση προσώπου, και αυτό συμβαίνει αντανακλαστικά, ίσως επειδή βρίσκομαι στην προσπάθεια να ανασυγκροτηθώ και συνειδητοποιώ πως όσο μακριά και να πας, γυρνάς εκεί που ξεκίνησες. Η μάνα μου, φωνάζει από την άλλη άκρη του τραπεζιού να δείξω στους υπολοίπους την φωτογραφία από το γάμο της γιαγιάς, την έχω φυλαγμένη στο κινητό μου, τους την δείχνω, την εξερευνούν ενθουσιασμένοι, προσπαθούν να θυμηθούν ποιός είναι ποιός, μαλώνουν στις εκδοχές, στο ποιός ζει και ποιός πέθανε όμως συμφωνούν. Κι’ ύστερα επιστρέφουνε στα ανώδυνα, σχολιάζουνε φουστάνια και φορεσιές και λένε πόσο λεβέντης ήτανε ο παππούς και πόσο αφράτη η γιαγιά, σαν σταρ του σινεμά. “Διηγήσου μου ποιός είμαι” γράφει ο Γκοσποντίνοφ στο “Χρονοκαταφύγιο του” και όσο προχωρά η νύχτα η φράση του γίνεται η πολυθρόνα μου, γέρνω πίσω την πλάτη μου και κάθομαι πάνω της όλο και πιο αναπαυτικά.