Κολυμπάει ίπτιο, το αλλάζει σε πεταλούδα και ξανά ίπτιο μέχρι που φτάνει στο ψηλό βράχο. Με γρήγορες κινήσεις βρίσκει μια εσοχή και ύστερα ακόμα μια, σφηνώνει μέσα τις πατούσες του και σκαρφαλώνει μέχρι την κορυφή. Είναι γύρω στα 16, ίσως και λιγότερο, τον παρακολουθώ από μακριά, η πετσέτα μου είναι απλωμένη πάνω στις πέτρες, η θάλασσα είναι σήμερα ανακατεμένη, ο ήλιος καίει όπως και χθες. Ο νεαρός σηκώνει τα χέρια ψηλά, φτερουγίζει στον άερα και βουτάει στο νερό, το βύθισμα του είναι ελαφρύ όπως του γλάρου, βγάζει το κεφάλι του στην επιφάνεια και ξεφυσάει φυσαλίδες αφρού ευτυχισμένος. Η παρούσα στιγμή, σκέφτομαι καθώς το βλέμμα μου ακολουθεί την κάθε του κίνηση, αυτό το ευλογημένο εδώ και τώρα που μεταμορφώνει τα χέρια σε φτερά ή όπως το λέει ο Καμύ “σήμερα νιώθω ελεύθερος σε σχέση με το παρελθόν μου και με ό,τι έχω χάσει”.
Το παρελθόν του νεαρού είναι βέβαια μικρό, λιγοστές μάλλον και οι απώλειες του, ίσως και όχι, ποιός ξέρει να πει, το μόνο σίγουρο είναι η ανεμελιά του και οι ατρόμητες πατούσες του, ο βράχος τις τρυπάει και κείνες δεν ματώνουν, μέχρι και ο φόβος τις φοβάται και κρύβεται κάτω από τους αχινούς. Που πάει η ανεμελιά μας άραγε όταν πια την έχουμε χάσει; ρωτάω τον κολλητό μου, αυτός έχει απλώσει μπρούμυτα στην πετσέτα του και παίζει με τα βότσαλα, θέλει, λέει, να ζωγραφίσει ένα ψάρι σε ένα από αυτά και σε ένα άλλο ένα φίδι, ψάχνει το πιο επίπεδο, για ποιά ανεμελιά μιλάω, ρωτάει, του φαίνεται μακρινή η έννοια και το σχήμα της ξεθωριασμένο, προτιμά να αλλάξω κουβέντα. Του δείχνω με το δάχτυλο το νεαρό που ετοιμάζεται να ξαναβουτήξει από το βράχο, κουνάει το κεφάλι συγκαταβατικά, αφήνει ένα αναστεναγμό και γυρνάει πίσω στα βότσαλα του.
Γύρω μας ένα σωρό τουρίστες, άλλοι απλώνουν ράθυμα στον ήλιο, άλλοι φωτογραφίζονται με τα ρούχα-μακριά αεράτα φουστάνια και λινές πανταλόνες- και φόντο την Πέτρα του Ρωμιού, κάποιοι έχουν στρώσει κάτω στις πέτρες μικρά πικ-νικ με φρούτα και κρασί και άλλοι αποκοιμιούνται κάτω από τις ομπρέλες και την αύρα της θεάς Αφροδίτης που έχει πια μετατραπεί σε κωδικό για σκανάρισμα. Ρώσσικα, γαλλικά, αραβικά, κινέζικα περιφέρονται στο καυτό αέρα σαν παραζαλισμένα ζωύφια, κανείς δεν καταλαβαίνει κανένα κι’αυτή η παραδοχή είναι εν μέρει ανακουφιστική. Παραμένω κολλημένη στην αίσθηση της ανεμελιάς, αυτό το πήδημα από το βράχο, τη κατακόρυφη βουτιά, το φτερούγισμα της ωμοπλάτης και το χτύπημα της καρδιάς που δεν περιγράφεται με λόγια όσα λόγια κι’αν έχεις καταφέρει να βιώσεις. Προσπαθώ να τη νιώσω στο δέρμα μου, να θυμηθώ την γεύση της, την μυρωδιά της ακόμα και την υφή της, αυτή κι’αν μου λείπει, τα αόρατα και μαγικά ακροδάχτυλα της που περπατάνε πάνω στην σπονδυλική σου στήλη και σε κάνουν ευλύγιστο, σώμα και μυαλό να μην σκαλώνει πουθενά, σε καμμία βεβαιότητα. Βγάζω από την τσάντα το αντιηλιακό, πενήντα προστασία, μπλοκάρω τις ακτίνες του ήλιου μην μου λεκιάσουν το πρόσωπο, πασαλείβομαι παντού με επίγνωση πως στην πραγματικότητα καμμία προστασία δεν υπάρχει, μεγάλη αυταπάτη η πολυδιαφημιζόμενη προστατευμένη ζωή, αυτή μας την έκανε την ζημιά και η καρδιά μουδιαζει πια μπροστά στο φόβο αντί να του βγάζει την γλώσσα. Ο Έλιοτ όμως τόχε πει ξεκάθαρα πως μόνο όποιος ρισκάρει να πάει πολύ μακριά μπορεί να ανακαλύψει πόσο μακριά μπορεί να πάει κανείς. Και το ρίσκο προυποθέτει καρδιά ατρόμητη, καρδιά που δεν φοβάται να φοβηθεί, καρδιά μικρού παιδιού που έχει αλώβητη ακόμα την θεική σοφία.
Παίρνω σημειώσεις στο τετράδιο μου, δεν μ’αρέσουν τα notes του τηλεφώνου, θέλω μελάνι και χαρτί και τις λέξεις με το γραφικό μου χαρακτήρα, σημειώνω το κύμα, τον ήλιο, το βράχο, τα βότσαλα, το νεαρό που πετά, όλη την παρούσα στιγμή προτού την καταβροχθίσει το μετά, αυτό το αδηφάγο μετά που όπως γράφει ο Βακαλόπουλος προβάλει αόριστο και απειλητικό και σε εμποδίζει να ζήσεις το παρόν. Και ύστερα ο νους μου τρέχει με ορμή στα λόγια του Καμύ και κάπως έτσι σ’αυτό το αυγουστιάτικο απόγευμα κάπου στην Πέτρα του Ρωμιού συνειδητοποιώ πως “χάρη σ’αυτών που έχασα και όχι αυτών που απέκτησα, πρέπει να ζήσω όπως το εννοώ”…