Συννεφιασμένη μέρα, σχεδόν θλιμμένη. Κάθομαι παράθυρο και χαζεύω απέξω την ανοιξιάτικη φύση της Μεσαορίας. Πράσινα χωράφια γεμάτα ελιές που ασημίζουν στο ελάχιστο φως του ήλιου και χιλιάδες κίτρινες μαργαρίτες που μοιάζουν λες και περιμένουν κάποια αγάπη να τις μαδήσει. Ακόμα μια Κυριακή στην άλλη πλευρά ή αλλιώς ένα μυστήριο κάλεσμα που τον τελευταίο καιρό με ωθεί να πηγαίνω “εκδρομές” στα κατεχόμενα με την ευχή να επαναπροσδιορίσω τη σχέση μου με τον τόπο και την οφειλή μου σ’ αυτόν. Προορισμός το Κάστρο της Καντάρας που αναπνέει Καρπασίτικο κύμα και Αμμοχωστιανή θάλασσα και στους βράχους του φυτρώνουν ένα σωρό κυκλάμινα σαν αυτόχθονες αλήθειες.
Δεν έχω ξαναπάει, έχω μόνο αφηγήσεις δανεικές από το πατέρα μου και τη μάνα μου, ο πατέρας μου όμως πέθανε και η μάνα μου δεν θέλει άλλο να θυμάται, επείγεται άρα να αγγίξω το βουνό με το δικό μου χέρι, μέχρι να νιώσω στην παλάμη μου την προαιώνια παρούσα στιγμή σαν αποτύπωμα. Η Άννα κάθεται δίπλα από τον οδηγό του λεωφορείου, κρατάει το μικρόφωνο και δίνει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες με ένα τρόπο δικό της που χτυπάει κατευθείαν καρδιά, αυτή την φορά δεν κρατώ σημειώσεις, ό,τι συγκρατήσει το μυαλό μου μα περισσότερο ό,τι εγγραφεί στο δέρμα μου και δη τη στιγμή που θα βρίσκομαι στο πιο ψηλό σημείο του Κάστρου και θα κοιτάω σε λήψη πανοραμική τα απροσπέλαστα τραύματα μας.
Όσο πλησιάζουμε στον προορισμό μας ο καιρός γίνεται πιο συνεργάσιμος, διώχνει τη συννεφιά και αφήνει τον ήλιο να φωτίσει το τοπίο με αποκαλυπτική διάθεση, ξεδιπλώνει η φύση την ομορφιά της ανεμπόδιστη από κτίρια, τη βλέπεις και σου κόβεται η ανάσα, πόσο μάλλον σαν συνειδητοποιείς πως είσαι κομμάτι της κι αυτή δικό σου, για χρόνια αποκομμένα το ένα από το άλλο. Κάνουμε στάση στην Παναγία την Κανταριώτισσα, τρία αδέσποτα σκυλιά μας ακολουθούνε, η διαδρομή προς το βυζαντινό ταπεινό εκκλησάκι είναι κι αυτή γεμάτη κυκλάμινα, περπατώ προσεχτικά μην τα πατήσω, η Άννα αρχίζει να διηγείται την ιστορία των 13 μοναχών και το μαρτύριο τους, κάθομαι στη χλόη σταυροπόδι και την ακούω, δεν ξέρω τι να πρωτοχαϊδέψω, τα κυκλάμινα που με παρακολουθούνε ασάλευτα ή τα σκυλιά που άραξαν δίπλα σαν συγγενείς μου.
Ανάμεσα στα πεύκα σκόρπια σπίτια, με τα μπαλκόνια τους προσανατολισμένα στο μπλε του ουρανού και της θάλασσας, εξοχικά των Βαρωσιωτών τα περισσότερα λέει η Άννα, ερχότανε και η ίδια μικρή σε ένα από αυτά που άνηκε στη θεία της, θυμάται πως το έσκαγε κρυφά από τους μεγάλους για να παίξει στο δάσος μαζί με τα άλλα παιδιά, κάνω την εικόνα και μούρχεται κόμπος στο λαιμό. Πίσω στο λεωφορείο, πήγε σχεδόν μεσημέρι, ένα σάντουιτς στο πόδι και συνεχίζουμε προς το Κάστρο. Οι δύσβατοι βράχοι φανερώνονται σταδιακά, επιβλητικοί, αγέρωχοι, μόνο από την ανατολική πλευρά μπορείς να τους πλησιάσεις, εκεί είναι άλλωστε και η είσοδος, από τις άλλες μεριές ήταν αδύνατον να δαμαστεί η φύση.
Κτίστηκε σαν βυζαντινό πρατηρητήριο, λέει η Άννα, όπως και το Βουφαβέντο και ο Άγιος Ιλαρίωνας και οι “παρατηρητές” επικοινωνούσανε μεταξύ τους με φωτιές, αργότερα ο Ισαάκιος έστειλε Αρμένιους τεχνίτες και αρχιτέκτονες και έκτισαν το Κάστρο, πρόσφατες μάλιστα μελέτες εντοπίζουν τις ομοιότητες του με Κάστρα της Κιλικίας, οι Άγγλοι, λέει η Άννα, είναι εκείνοι που κατάλαβαν την αξία του σαν μνημείο και φρόντισαν να το συντηρήσουν, εμείς το αντιμετωπίζαμε σαν έργο ξένων. Ανεβαίνουμε στο Κάστρο ο ένας πίσω από τον άλλο, πανύψηλες αναθρήκες μάς δείχνουν τον δρόμο γαργαλώντας τα μάγουλα μας, καθώς περνούμε ανάμεσα τους, στις σχισμές των βράχων ξεπροβάλλουν κι άλλα άγρια κυκλάμινα, στο βάθος τα γαλάζια νερά της Καρπασίας, αναπνέουμε ευλαβικά τον αέρα που φτάνει από την άκρη της γης μας, βράχοι, θάλασσα και ουρανός με υποβάλλουν σε μια αναμέτρηση με την οποία λογαριάζομαι σε κάθε μου βήμα.
Όσο ανεβαίνουμε το μάτι χορταίνει θέα μαγική, ο τόπος απλώνεται κάτω από την Καντάρα με τα χρώματα και τις μυρωδιές της άνοιξης και συνάμα με μια ανείπωτη σημασία που σε κάνει να ανατριχιάζεις και να θέλεις να φωλιάσεις με προσοχή στην αγκαλιά της εύθραυστης στιγμής. Στο πιο ψηλό σημείο ανοίγω τα χέρια μου διάπλατα και αφήνω τα πνευμόνια μου έκθετα στην απεραντοσύνη, ο ήλιος με ζεσταίνει και μαζί με μένα και τις έγνοιες μου, το παρελθόν πάλλεται κάτω από τις πατούσες μου, το παρόν στέκει αμήχανο τριγύρω μου και όσο για το μέλλον αποτρέπω τη σκέψη μου να πλησιάσει τα ενδεχόμενά του. “Ο πόλεμος σκοτώνει κάτι σε έναν λαό το οποίο δεν ανακτάται ποτέ” γράφει ο Τζόν Γουίλλιαμς, θυμάμαι τα λόγια του καθώς κατεβαίνω τώρα το βουνό και νιώθω τη φράση του σαν μια ακόμα αόρατη πληγή δική μου και του τόπου.