Περνάμε την μπάρα με τα πόδια, απορρίψαμε ήδη την ιδέα να νοικιάσουμε ποδήλατα ή ηλεκτρικά πατίνια, την νιώσαμε και οι τρείς αποκρουστικά ανέμελη για ένα πρωινό όπως το σημερινό όπου πουθενά δεν εδράζεται η ανεμελιά, ούτε καν στον ήλιο που μας γυροφέρνει επίμονα φωτίζοντας μες τα μούτρα μας ακόμα και την πιο αδιόρατη ανοιξιάτικη ομορφιά.
Εδώ και ένα τέταρτο βρισκόμαστε στην περίκλειστη Αμμόχωστο και είναι μέρα Κυριακή με μπόλικη λιακάδα αλλά και με μια καταιγίδα στις προβλέψεις που προμηνύεται για αργότερα. Ο Γ. περπατά πιο μπροστά και γυρνάει το κεφάλι πότε δεξιά και πότε αριστερά μην τυχόν και προσπεράσει ακόμα και το πιο μικρό ράγισμα στους τοίχους ή στο ταβάνι ή στα διαλυμένα παράθυρα των ερειπωμένων σπιτιών. Η Μ. και γω ακολουθούμε ξωπίσω, ο βηματισμός μας αργός, το μυαλό οφείλει να κάνει στάσεις για να αφομοιώσει την πραγματική έννοια των λέξεων, όχι εκείνη που περιφέρεται στις ειδήσεις, την πραγματική, δηλαδή τί στ’αλήθεια σημαίνει νεκρή πόλη και πόλη φάντασμα και πώς είναι να νιώθεις στο πετσί σου την ασυμφυλίωτη μελαγχολία και το εσωτερικό της ουρλιαχτό. '
Ο Γ. γεννήθηκε στο Βαρώσι, το έζησε μέχρι τα οκτώ του χρόνια, ακόμα τον βασανίζει, λέει, ένα συγκεκριμένο ερώτημα, προτιμά ωστόσο να μας το πεί αργότερα, προς το παρόν θέλει να μας δείξει την “καμήλα”, η “καμήλα” είναι ένας βράχος μέσα στην θάλασσα, όχι πολύ μακριά από την ακτή, ούτε όμως και ιδιαίτερα κοντά. “Όταν ήμασταν παιδιά”, λέει ο Γ, “έπρεπε να κολυμπήσουμε μέχρι εκεί για να αποδείξουμε πως μάθαμε καλό κολύμπι”, ο ίδιος κολύμπησε αυτή την διαδρομή μαζί τον πατέρα του, ο πατέρας του έχει πεθάνει εδώ και μερικά χρόνια, αν ζούσε θα ερχότανε άραγε μαζί μας σήμερα διερωτώμαι, δεν θέλω όμως να ρωτήσω, όποια και νάναι η απάντηση σίγουρα δεν θάναι κάτι λιγότερο από οδυνηρή.
Θυμάμαι τον Γ. στην κηδεία του πατέρα του, είχανε φύγει οι περισσότεροι από το νεκροταφείο και κείνος έμεινε μόνος να κοιτάει τον τάφο βουβός, κάπως έτσι βλέπω τώρα και την “καμήλα” να μου φανερώνεται μέσα από την θάλασσα, κι’αυτή βυθισμένη σε μια εκκωφαντική σιωπή, παρενέργεια αναπόφευκτη του αμετάκλητου τέλους. Η μάνα του αρνείται να υποβληθεί σ’αυτή την διαδικασία, λέει, δεν αντέχει άλλες επώδυνες δονήσεις στα σωθικά της, συχνά-πυκνά θυμάται τις φωτογραφίες που έμειναν πίσω και μετανιώνει που δεν τις πήρε μαζί της, ο γάμος της, η παιδική ηλικία του Γ και της αδελφής του-ο Γ, λέει, πως δεν ξέρει πως έμοιαζε πριν τα οκτώ του χρόνια- θαμμένα όλα κάτω από το βίαιο ξήλωμα της ζωής τους.
Περπατάμε την Δημοκρατίας, μια ομάδα τουριστών μας προσπερνάει, όποιο αφήγημα και να ακούνε η πραγματικότητα το υπερβαίνει, οι πικρές αλήθειες περιφέρονται αποκαμωμένες μέσα στα τραυματισμένα σπίτια σαν εξασθενημένοι γέροι και οποιαδήποτε βεβαιότητα πέρα από αυτή που έχει το περίγραμμα της αναπότρεπτης θλίψης λογαριάζεται αυθάδεια. Ο Γ. περιγράφει την χαμένη ομορφιά της πόλης όπως την θυμάται, ίχνη της κοσμοπολίτικης της αισθητικής είναι ακόμα ορατά στην αρχιτεκτονική των πολυκατοικιών και των αρχοντικών μέχρι και των πλατιών πεζοδρομίων, τόσα χρόνια πέρασαν και τα κτίρια στέκουν ακόμα όρθια, σκέφτομαι, βουβά αλλά όρθια, με τα εντόσθια τους βγαλμένα, αλλά όρθια.
Περνάμε το σινεμά του Χατζηχαμπή με τις υπέροχες καμάρες, μια τεράστια ανθισμένη λαντάνα τις αγκαλιάζει, οι λαντάνες από ό,τι ξέρω ανθίζουνε το Μάιο, τώρα είναι Μάρτης κι’αυτή εδώ είναι φορτωμένη λουλούδια που σκαρφαλώνουνε με ταχύτητα στα απομεινάρια μιας ζωής αλλοτινής, οριστικά απούσας, υποψιάζομαι πως επίτηδες έρχεται πιο νωρίς η άνοιξη στο νεκρικό αυτό τοπίο, καθαρά για λόγους τρυφερότητας, όπως είναι η φροντίδα σε ένα τάφο. Παρατηρώ πως μέσα στα ραγίσματα των ετοιμόρροπων μπαλκονιών φύτρωσαν μικρά μωβ κυκλάμινα και μέσα στις αυλάδες των έρημων σπιτιών οι μυγδαλιές είναι ανθισμένες, η αντίθεση ολοζώντανης φύσης και νεκρής πόλης είναι τόσο ακραία ώστε την ίδια ώρα που σε πληγώνει συνάμα σε παρηγορεί.
Περνάμε από το “Έντελβάις”, τα νιάτα του Βαρωσιού άραζαν κάποτε σ’αυτή την καφετέρια ανταλλάζοντας χαμόγελα και κλεφτές ματιές, πιο κάτω το “Μποκάτσιο” που μάζευε την διανόηση, παραπέρα το Λύκειο Ελληνίδών με τα στοιβαγμένα ρούχα που ο Κωστής πρόλαβε και τα φωτογράφισε, απέναντι ο δημόσιος κήπος. Ο Γ. θυμάται πως κάθε απόγευμα πήγαιναν με την μάνα του και την αδελφή του βόλτα στο κήπο, θυμάται και τις μυρωδιές από τα άνθη των πορτοκαλιών που μεθούσαν τους ντόπιους, θυμάται κι’ άλλες σκόρπιες λεπτομέρειες, όπως την άμμο που σκέπαζε τα πεζοδρόμια της Κένεντι και από τις δύο μεριές, θύμισες που η μνήμη του έκανε το χατίρι να του τις επιστρέψει πίσω σαν ζωντανές αναμνήσεις μόλις εκείνος περπάτησε ξανά αυτούς τους δρόμους.
Τώρα καθόμαστε για λίγο στην παραλία χωρίς να μιλάμε, στο βάθος ο ουρανός έχει σκοτεινιάσει, μια απειλητική θύελλα προετοιμάζεται, “καλύτερα να βιαστούμε” λέει η Μ, τα σύννεφα πυκνώνουν και μαυρίζουν τον ορίζοντα, θάλασσα και ο ουρανός γίνονται, από την μια στιγμή στην άλλη, ακατανόητα τιμωρητικοί. Αποκρυνόμαστε τρεχτοί από την παραλία, τα διαλυμένα ξενοδοχεία μας παρακολουθούν μέσα από τους τρύπιους τοίχους, αρχίζει δυνατή βροχή, μπαίνουμε στο αμάξι εξαντλημένοι από όλα όσα είναι ταυτόχρονα αληθινά και μη αληθινά.
Ποιό είναι εκείνο το ερώτημα για το οποίο μιλούσες προηγουμένως, ρωτώ τον Γ και είμαστε στο οδόφραγμα της Δερύνειας, περιμένουμε στην ουρά για τις ταυτότητες. Το ερώτημα λέει είναι κατα πόσο υπήρξε τυχερός ή άτυχος που έζησε το Βαρώσι μέχρι τα οκτώ του και πρόλαβε να αναπνεύσει τον αέρα των ανθών του, να γευτεί την αλμύρα της θάλασσας του και να χώσει τις πατούσες του στην αμμουδιά του. Ποιός θα γινότανε άραγε αν μεγάλωνε εκεί, αν ερωτευόταν εκεί, αν διένυε την ζωή του με την βεβαιότητα πως εκεί θα πεθάνει, αυτές είναι ερωτήσεις, λέει, που παραμένουν σφηνωμένες στο κεφάλι του σαν σφαίρες. Υποθέτω πως δεν είναι μόνο αυτές, πως είναι κι’άλλες πολλές, από κείνες που τις σκεφτόμαστε συχνά αλλά σπάνια τις ομολογούμε ή όπως το λέει καλύτερα η Αλεξίεβιτς “ο πόλεμος είναι ένα πολύ ιδιωτικό βίωμα και τόσο βαθύ όσο η ανθρώπινη ζωή”.