Και είναι λέει το φεγγάρι της φράουλας απόψε και είμαστε καθοδόν προς την πλατεία Φανερωμένης και είναι η πόλη γεμάτη κόσμο με τα παιδιά και τα σκυλιά του και με την ψυχή του διψασμένη για χαρά και φως και ναι είναι μια τέτοια νύχτα, ανάλαφρη και φωτεινή, της μουσικής και της συγκομιδής, με τις μπάντες να παίζουνε στα στενά της Παλιάς πόλης, έξω από το Χαμάμ, στην πλατεία του Νέου Δημαρχείου, στη Φανερωμένη μέχρι πιο πέρα στην πλατεία Ελευθερίας, όπου μια ολόκληρη ορχήστρα με τρομπέτες και κλαρίνα και τρομπόνια και ένα σωρό άλλα όργανα έχει απλώσει από ώρα στον χώρο και μοιράζει αρμονίες στους περαστικούς και είναι του κόσμου οι φυλές μαζεμένες τριγύρω με τα πρόσωπα τους χαμογελαστά και τα σώματα τους πανέτοιμα να λικνιστούν, και είναι λες και απόψε ήταν επείγουσα η έκκληση να βγει βόλτα η ανάγκη του ανθρώπου να χορέψει και να ξεχάσει και να ξεχαστεί και να υπάρξει ξανά και πάλι αθώος.
Και ναι είναι μια τέτοια νύχτα και περπατάμε με την Α. στη γειτονιά και είναι η Α. που φρόντισε από το απόγευμα να με ειδοποιήσει πως είναι η μέρα της μουσικής και πως η πόλη το βράδυ θα γεμίσει με μπάντες και ότι αυτό θα συμβεί σε όλο τον κόσμο και παράλληλα το φεγγάρι που θα εμφανιστεί ολόγιομο στον ουρανό θα είναι το ίδιο φεγγάρι που κάποτε στα πολύ παλιά χρόνια κάποιοι ιθαγενείς της Αμερικής το ονομάσανε φεγγάρι της φράουλας για να ταιριάζει με την σύντομη συγκομιδή της και όλες αυτές οι πληροφορίες που μου αραδιάζει η Α. στο τηλέφωνο φτιάχνουν μια παράγραφο με την ομορφιά της ζωής σε συμπύκνωση και άρα είναι αδύνατον να της αντισταθούμε, που πάει να πει επιβάλλεται να βγούμε στους δρόμους και να χορέψουμε μεταξύ αγνώστων όπως σε κάθε χαρά που σβήνει τις δυσαρμονίες και τις κάνει ασήμαντες και εξαρχής περιττές.
Λέω στην Α. πως πρέπει να τιμήσουμε τη νύχτα με ένα παγωτό φράουλας από τον Ηράκλη, να στάζει από τις άκρες των χειλιών μας το χρώμα του πάνω στα μακό μας όπως όταν ήμασταν πιτσιρίκες και η γεύση του ήτανε πολύτιμη, της αρέσει η ιδέα, πρώτα όμως συμφωνούμε πως θα κάνουμε στάση στο Χαμάμ για να τραγουδήσουμε ρεμπέτικα κι αυτό είναι που συμβαίνει, μπλεκόμαστε με παρέες και φαλτσάρουμε μαζί, αγκαλιαζόμαστε, γελάμε, σκυλιά κουνάνε τις ουρές τους, δύο τουρίστες από την Εσθονία χτυπούν παλαμάκια, κάτι πιτσιρίκια χορεύουνε σε κύκλο, ένας ηλικιωμένος κάτοικος της παλιάς πόλης ψιθυρίζει με βραχνή φωνή πως δε θυμάται ποια ήταν η τελευταία φορά που πέρασε τόσο ωραία, συγκινούμαι, όλη η ατμόσφαιρα έχει μέσα της μια συγκίνηση, όπως όταν βλέπεις δάκρυ χαράς να κυλά στο μάγουλο του ανθρώπου.
Πόσο καιρό έχει ο κόσμος να βγει στους δρόμους για καλό και όχι για θυμό λέω στην Α., εκείνη κουνάει το κεφάλι καταφατικά και την ίδια ώρα αποτελειώνει το παγωτό της με ευδαιμονία, τέτοια βράδια πρέπει να συμβαίνουν πιο συχνά, είναι καταπραϋντικά για την καρδιά και η καρδιά χρειάζεται το χάδι και τη μουσική και το σώμα το ανάλαφρο που κουνιέται πέρα δώθε διώχνοντας τις λύπες σαν μύγες ενοχλητικές από πάνω του, τα χρειάζεται αυτά η καρδιά για να αντέχει και όπως διάβασα και τις προάλλες η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ το είχε πει ξεκάθαρα πως ο καθένας με όση δύναμη τού δόθηκε πρέπει να ’χει ως κέντρο του τη ζωή, η ζωή πρέπει να ’ναι το κέντρο, λέω στην Α. και μόνο όταν διατηρείς τη διάθεση σου να χορεύεις μέσα στους δρόμους, μέσα στη νύχτα, μέσα στα στενά και τις γειτονιές, προσδοκώντας σε μια νέα συνεννόηση αληθινή και απόμακρη από τις εικονικές πραγματικότητες που τώρα ακούγονται σαν απορυθμισμένες συγχορδίες, τότε πάει να πει πως το ’χεις πάρει στα σοβαρά ότι τα χρόνια του ανθρώπου είναι μετρημένα και γι’ αυτό, κυρίως γι’ αυτό, θες να απαλλαγείς από το σύμπτωμα της εποχής που είναι μια μαραμένη κλειστοφοβική ζωή στο παράλογο.
Και κάπως έτσι είναι που ανοίγει ξανά το όστρακο της καρδιάς και κάπως έτσι γυρνάμε όλη τη νύχτα με την Α. στην παλιά πόλη και αλλάζουμε ήχους και χαμόγελα και χορούς και μουσικές, και κάπως έτσι βρίσκουμε και πάλι τον ανυπόταχτο βηματισμό μας θέτοντας σε αμφισβήτηση όλα τα ατράνταχτα επιχειρήματα…