Είναι γύρω στις εφτά το πρωί, βρίσκομαι στο πάρκο Ακαδημίας και το σκηνικό έχει ως εξής: Το χαλάζι έλιωσε και έγινε μικρό ρυάκι που κυλά ανάμεσα στα δέντρα, οι σταγόνες του λαμπυρίζουν πάνω στα φύλλα, ο ήλιος φλερτάρει με τους ευκάλυπτους και δεκάδες πουλιά διασχίζουν την ατμόσφαιρα με ασταμάτητο κελαιδητό. Η φύση έχει ξυπνήσει και δίνει από ώρα ρυθμό, ο οποίος ωστόσο δεν πρόκειται να υπερισχύσει του βουητού της μάταιης βιασύνης που όπου νάναι ετοιμάζει σαν απάντηση η έξω πραγματικότητα. Το κελαιδητό, το θρόισμα και αυτός ο ήχος του νερού που τώρα κάτι θεραπεύει μέσα μου, θα παραμείνουν άρα μια παρένθεση.
Περπατώ με γρήγορο βήμα στα προκαθορισμένα μονοπάτια μαζί με τους πρώτους θαμμώνες του πάρκου, συνταξιούχοι οι περισσότερο, είναι και κάποιοι πιο νεαροί με ακουστικά σ’αυτιά που δοκιμάζουν τις αντοχές τους στο τροχάδι, οι πιο μεγάλοι ακούνε στα κινητά τους τις πρωινές ραδιοφωνικές εκπομπές ή περπατάνε ανά δυάδες ανταλλάζοντας απόψεις για την επικαιρότητα και κυρίως για το πού πάει αυτός ο κόσμος. Ένας γάτος με παίρνει ξωπίσω, νιαουρίζει δυνατά με την βεβαιότητα πως θα συνεννοηθούμε, του χαιδεύω την μουσούδα, μπουρδουκλώνεται μέσα στα ποδια μου, "κάνε πίσω” του θυμώνω και κείνος αποχωρεί μέσα στα χόρτα με παράπονο.
Το βλέμμα μου σταματά σε ένα κορμό, πάνω του ακουμπημένος ένας χαρταετός απομεινάρι της προηγούμενης μέρας, αναπολεί άραγε τα παιδικά ξεφωνητά και τις χαμηλές του πτήσεις αναρωτιέμαι, παράδοξη σκέψη αλλά μ’αρέσει σαν εκδοχή και την υιοθετώ, δίνει στο αντικείμενο δική του ζωή, σχεδόν λογοτεχνική.
Πιο κάτω ένας άλλος χαρταετός στο ίδιο μέγεθος με άλλα χρώματα κρέμεται από ένα πεύκο σαν τον Ιούδα, πως μου προέκυψε αυτός ο παραλληλισμός δεν ξέρω, ίσως ευθύνεται η φράση που με γυροφέρνει το τελευταίο καιρό, πως μεγαλώνοντας αναπόφευκτα κάτι έχουμε προδώσει. Ο Μουρακάμι το λέει καλύτερα, πως οι ψυχές των ανθρώπων είναι σαν βαθιά πηγάδια, κανένας δεν ξέρει τί υπάρχει στον πάτο και το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να μαντεύεις κρίνοντας από αυτά που επιπλέουν στην επιφάνεια κάπου-κάπου.
Η φύση ειναι η σωτηρία μας, σκέφτομαι αλλά πόσοι γνοιάζονται για τις παρενθέσεις, να αγκαλιάσεις ωστόσο ένα δέντρο μόλις ξυπνήσεις είναι σύμπνοια με τα καθαρά στοιχεία και ίσως ο μόνος τρόπος να εξασκηθείς στην αναγνώριση των λεκκέδων. Δεν θυμάμαι να πέταξα ποτέ μου χαρταετό όταν ήμουνα μικρή, μικρή ήμουνα όμως λίγα χρόνια μετά τον πόλεμο, ποιός πετούσε χαρταετούς λίγα χρόνια μετά τον πόλεμο, τον ουρανό τον φοβόμασταν, μου το επιβεβαιώνει και η μάνα μου, ο δε πατέρας μου όσο ζούσε άμα ήτανε να θυμηθεί τα παιδικά μου χρόνια δεν αναφερόταν σε χαρταετούς αλλά σε μια έκθεση που έγραψα στο δημοτικό για ένα σκοτωμένο περιστέρι.
Ένας ηλικιωμένος κύριος με καλημέριζει, έρχεται από απέναντι, περπατάει αργά, τί όμορφες που είναι οι καλημέρες του πάρκου, σκέφτομαι, σαν κελαηδίσματα κι’αυτές, είναι άλλοι ωστόσο που δεν σου χαρίζουνε την καλημέρα τους, το αποφεύγουνε, η τρυφερότητα προφανώς τους προκαλεί αμηχανία. Η καφετέρια θα ανοίξει όπου νάναι, ένας ξένος σκουπίζει τις καρέκλες, εμφανίζεται κι’αλλος κόσμος, οι περισσότεροι με τα σκυλιά τους που τρέχουνε ενθουσιασμένα πέρα-δώθε κουνώντας την ουρά τους και μερικοί μαθητές αργοπορημένοι και αγουροξυπνημένοι με το κεφάλι σκυφτό. Κάθομαι σε ένα από τα ξύλινα παγκάκια, παίρνω βαθιές εισπνοές, τεντώνω τα χέρια μου, αγγίζω με τα ακροδάχτυλα μου την αρμονία και απολαμβάνω την παρούσα στιγμή, την αιώνια παρούσα στιγμή, η οποία είναι ό,τι πραγματικά έχω. Αναρωτιέμαι τί κάνουν τα μυρμήγκια τις μέρες που βρέχει, αναρωτιέμαι και άλλα που μόλις περάσω την πύλη του πάρκου θα μοιάζουν ασήμαντα και ευτελή, συνειδητοποιώ πόση ανάγκη έχω τη σημαντική σκέψη που συνάγεται από τα “ασήμαντα” και τα “ευτελή”, ίσως αν διαμόρφωναν αυτά την κοσμοθεωρία μας νάτανε όλα αλλιως, γι’αυτό λέω να επιμείνω στις παρενθέσεις και ειδικά σ’αυτές που δεν υπακούν στην νόηση, στο κάτω-κάτω πρόκειται για πνευματική υγιεινή.