Αύριο είναι το μνημόσυνο σου, τρία χρόνια από το θάνατο σου και ο κόσμος γυρίζει ακόμα ανάποδα. Πέθανες και ξαφνικά βρέθηκα από την μια όχθη στην απέναντι, εκεί όπου κοιτά κανείς την αρχή με τα μάτια του τέλους. Ή όπως το λέει ο Ρόναλτ Μπάρτ “τώρα παντού στο δρόμο, στα καφενεία, βλέπω κάθε άνθρωπο κάτω από το πρίσμα του αναπόδραστα ετοιμοθάνατου, με άλλα λόγια ακριβέστερα του θνητού. Και χωρίς λιγότερη βεβαιότητα περί αυτού, τους βλέπω όλους λες και κανένας τους δεν το γνωρίζει”.
Συνέβηκαν πολλά στα τρία χρόνια. Και κυρίως μια σοβαρή ασθένεια που με επανέφερε στη δύναμη της προσευχής και της αγάπης ώς τους μόνους δρόμους του ανθρώπου και του θαύματος. Αυτά όμως θα σου τα περιγράψω άλλη φορά. Τώρα έχω δυσάρεστα να σου πω. Πέθανε το σκυλί μας, αρρώστησε, δεν άντεξε η καρδιά της, κάποια βαλβίδα ήτανε ελαττωματική. Ευτυχώς η μάνα μου πρόλαβε και παράγγειλε τα κόλυβα σου πριν πεθάνει το σκυλί, τα κόλυβα τα παραγγείλαμε το πρωί, η Δάρα μας πέθανε αργά το απόγευμα. Θυμήθηκα την μέρα που σε πηγαίναμε στην κλινική, πήγε και κάθισε κάτω από την πολυθρόνα σου και δεν το κούνησε από κει όλη μέρα, λένε πως τα σκυλιά διαισθάνονται το θάνατο του ανθρώπου τους, έτσι έκανε και ο Μαξ όταν πεθανε ο δικός σου πατέρας, τον θυμόσουνα συχνά τον Μαξ στα τελευταία σου, έτσι και η Δάρα, το ένιωσε πως δεν θα ξαναγυρνούσες και πως η πολυθρόνα σου θα έμενε αδειανή.
Μόλις είδα το άψυχο τριχωτό κορμάκι της ξαπλωμένο στο σιδερένιο πάγκο του κτηνίατρου δοκίμασα να παρηγορηθώ στην σκέψη πως τώρα θάναι κοντά σου, δεν παρηγορήθηκα, λύγισα στο κλάμα, βυθίστηκα περισσότερο στο βυθό της απώλειας, οι αποχωρισμοί θα πληθαίνουν όσο περνάει ο καιρός, αυτό ένιωσα και με τρομάξε η πρόβλεψη, ύστερα όμως συνήλθα στην σκέψη πως ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος να αντέχει, αλλιώς γιατί επιμένει ακόμα να ξυπνάει το πρωί, ο κόσμος έχει γίνει κομμάτια, θέλει πολύ ενέργεια να πατήσεις τα πόδια σου γερά στο πάτωμα χωρίς να παραπατήσεις, άρα ξυπνάει επειδή είναι στην φτιαξιά του να μην σπάζει, να λυγίζει ναί, αλλά όχι να σπάζει. Ο Κορτασάρ το λέει καλύτερα: “Όλα μου τα παιγνίδια έσπασαν, κανένα πρόβλημα. Δώσμου φωτιά.” Αυτό εννοώ όταν σου λέω πως ο θάνατος σου με πήρε στην αντιπέρα όχθη, με έβαλε με το ζόρι σε μια άδεια βάρκα και με έσπρωξε με δύναμη στην πλευρά των ραγισμένων παιγνιδιών.
Τόχα καταλάβει πως η Δάρα δεν θα ζούσε, την κρατούσα στην αγκαλιά μου μέχρι που της τέλειωσαν οι αναπνοές, πόσα σκυλιά θάψαμε μέχρι τώρα στην ζωή μας, έξι ή εφτά, η ίδια αφόρητη λύπη κάθε φορά. Το πρώτο εσύ το έφερες, ήμουν δημοτικό, ένα μικρό σγουρομάλλικο πούτλ, το βάφτισες Τζίνα από την Λολομπριτζίτα, το πάτησε το αυτοκίνητο, μου το έκρυψες, είπες πως χάθηκε, έγινα είκοσι χρονών για να μάθω την αλήθεια, φοβήθηκες, είπες, πως δεν θα την άντεχα, είχες δίκαιο, όπως ακόμα δεν αντέχω την εικόνα σου να θάβεις την Μίμα, το κοκεράκι μας, κάτω από την ελιά και να κλαις με λυγμούς. Δεν ήξερα ότι είχες λυγμούς, τους άκουσα πρώτη φορά εκείνη την μέρα και το ηχόχρωμα τους αποτυπώθηκε στο αυτί μου εφιαλτικά. Πιο πριν ήταν η Τόσκα, πέθανε από γεράματα, έλειπα για σπουδές, δεν μου το είπες στο τηλέφωνο, αργότερα το έμαθα κι’αυτό, από την κολώνια της έδωσες το όνομα, όχι την όπερα, οι όπερες ποτέ δεν σ’αρέσανε, οι κολώνιες ήταν αδυναμία σου, την θάψαμε κι’αυτήν κάτω από την ελιά, δεν ήμουνα παρούσα. Στην Κούκλα ήμουνα, το μικρό μας τεριέρ, πέθανε πιο νέα από όλες, λάθος γιατρού, ένας αλκοολικός κτηνίατρος που την άφησε στο έλεος του Θεού, μου την έδωσε νεκρή σε μια μαύρη κουβέρτα, την πέταξα αμέσως και την τύλιξα με την δική της που ήτανε χρωματιστή και την κρατούσα σφικτά πάνω μου σε όλη την διαδρομή μέχρι να φτάσουμε στην ελιά.
Τους τελευταίους μήνες της ζωής σου μόνο με τη Δάρα σε ανακούφιζε να μιλάς, μόνο η δική της παρουσία λειτουργούσε πάνω σου θεραπευτικά, την χαίδευες και χαλάρωνε η θλίψη σου, ηρεμούσαν οι παλμοί σου, έμπαινες μέχρι και στο κόπο να σπάσεις την παρατεταμένη σιωπή σου για να της πεις 2-3 υποκοριστικά, τις υπόλοιπες λέξεις τις ήθελες στη σίγανση, τα υποκοριστικά όμως τα ξεχώριζες σαν παραδοχή πως ζωή σημαίνει χάδι και πως οτιδήποτε λιγότερο είναι μια μεγαλειώδης παρεξήγηση. Η Δάρα πέθανε δύο μέρες πριν από την ημερομηνία του δικού σου θανάτου, η μάνα μου είπε να την θάψουμε κάτω από την ελιά, αρνήθηκα, προτίμησα την αποτέφρωση, είμαι βέβαιη ότι και συ αυτό θα προτιμούσες…