Θέση 7Α παράθυρο, φορώ μάσκα και ζώνη ασφαλείας και ανοίγω το βιβλίο μου. Δίπλα μου ένας κύριος γύρω στα 70 και παραδίπλα η κυρία του, διαισθάνομαι από τον τρόπο που με κοιτάνε πως θέλουν να ανοίξουμε κουβέντα, δεν έχω διάθεση, κάποτε ίσως και να τους έκανα το χατίρι, τώρα τα χατίρια μου τα μοιράζω πιο δύσκολα, με πείραξε η σπατάλη τους στα χρόνια. Κλείνω το βιβλίο και κολλάω την μούρη μου στο παράθυρο, η αεροσυνοδός σκουντάει το τρόλει, ρωτάει αν θέλω καφέ ή νερό, τίποτα δεν θέλω, την ησυχία μου, να κοιτάζω έξω το σχήμα των συννέφων και των νησιών και να διερωτώμαι αν εκεί θα καταλήξουμε κάποτε και μεις, ένα σχήμα που αιωρείται στον αέρα. Στο αεροδρόμιο κόσμος πολύς, από όλες τις άκρες της γης, κάνουμε όλοι κύκλους γύρω από ένα προσχεδιασμένο λαβύρινθο φτιαγμένο από μπλε κορδέλες, παρατηρώ τις φάτσες, αμέτρητες οι παραλλαγές, στα ρούχα, στα μαλλιά, στις κοιλιές, στα πηγούνια και ίσως και στις σκέψεις που τριγυρνάνε τώρα μέσα στα κεφάλια μας, μοιάζουμε με μυρμήγκια που ψάχνουν ένα ψίχουλο να το αποθηκεύσουν αλλά δεν έχει περισσέψει τίποτα και από πουθενά.
Ο ταξιτζής λαλίστατος, δεν έχω επιλογή, παριστάνω πως τον ακούω, τον παρατηρώ λογοτεχνικά, αυτό με σώζει, είναι γύρω στα εξήντα, έχει ένα χρυσό δόντι και φαλάκρα και ο μονόλογος του αρχίζει με την κακοκαιρία, δεν έχεις ιδέα τι έγινε, λέει, ευτυχώς ο ίδιος δεν ήτανε στο δρόμο, ο Μητσοτάκης τίποτα δεν μπορεί να διαχειριστεί λέει, ο Τσίπρας ήτανε ο καλύτερος τον φάγανε όμως οι αμερικάνοι, αυτοί πληρώσανε και τον Κατρούγκαλο να τον πουλήσει τελευταία στιγμή, θέλει να γυρίσει στην Κρήτη, λέει, καλύτερα εκεί, εδώ γεμίσε ο τόπος παιδιά στα φανάρια, μην τα λυπάσαι, δεν είναι παιδιά αυτά, είναι διαβόλοι, καλύτερα στην Κρήτη…Φτάνουμε επιτέλους στην Σκουφά, πληρώνω, μου δίνει την κάρτα του, δεν το νομίζω, λέω από μέσα μου, ο μονόλογος του με έχει κουράσει, τα βαρέθηκα αυτά, τα απόλυτα, τα κάθετα, τα συνομωσιολογικά, έχουν μια βλάβη τοξική, καλύτερα να φυλάγεσαι. Ανεβαίνω με τον ανελκυστήρα στον τέταρτο, η Ε. προσφέρθηκε να με φιλοξενήσει, έχω καιρό να μείνω σπίτι της, χαθήκαμε στα χρόνια, βρεθήκαμε πρόσφατα με μια φρέσκια βαθύτητα, με περιποιείται το ίδιο όπως παλιά, με χρωματιστές πετσέτες στο κρεβάτι και πρωινό στο ψυγείο και με μια έγνοια μην στραβοπατήσω στα σκαλιά. Το βράδυ τρώμε σε ένα μικρό εστιατόριο στην Αναγνωστοπούλου, έρχεται και ο Π, ωραία συγκυρία η συνύπαρξη μας, ανακουφιστική, όπως κάθε τι το αναλλοίωτο, μοιραζόμαστε ένα σοκολατένιο γλυκό και πάμε για ύπνο.
Το επόμενο πρωί ξυπνάω νωρίς και κάνω μια βόλτα στην γειτονιά. Περνάω πρώτα από το Φίλιον που αποπνέει άρωμα παλιάς Αθήνας και ρίχνω μια κλεφτή ματιά στους θαμμώνες του, ηλικιωμένοι οι περισσότεροι, με ένα ωστόσο ξεχωριστό στυλ, λες και επιμένουν να περισώζουν το απαραίτητο, μετά περνώ από την εκκλησία, φτάνω δίπλα στην μικρή πλατεία, κοντοστέκομαι και φωτογραφίζω το περίπτερο, δεν ξέρω γιατί, ίσως επειδή σ’αυτά τα ιδιαίτερα αθηναικά περίπτερα νιώθω πως έχω αφήσει τα δαχτυλικά αποτυπώματα της νιότης μου. Μια γριούλα που κάθεται στο παγκάκι πιο πίσω μου με φωνάζει να την βοηθήσω, είναι ντυμένη στα μαύρα περιτρυγυρισμένη από λευκά και γκρίζα περιστέρια, σαν καρέ από ανέκδοτο φίλμ του Φελίνι η εικόνα, δεν μπορώ να σηκωστώ κοπέλα μου, λέει, την παίρνω από το μπράτσο, τα μαλλιά της κατάλευκα, τα μάτια της μαύρα, είμαι ενενήντα χρονών λέει, ο γιατρός της είπε να κάνει πού και που καμμιά βόλτα, δυσκολεύεται αλλά την κάνει, κάποιες φορές όμως ζητάει βοήθεια, σήμερα βρέθηκες εσύ, να με έχει ο Θεός καλά μου εύχεται και το επαναλαμβάνει για να το νιώσω στο πετσί μου πως ζω σε ένα ευλογημένο πρωινό. Εκείνη απομακρύνεται κούτσα- κούτσα και γω διαλέγω μια μικρή καφετέρια που την λένε Nice and Easy, παραγγέλνω ζεστό καπουτσίνο, ο καιρός είναι τόσο καθαρός που δυσκολεύεσαι να τον πιστέψεις, από το διαμέρισμα κάποιου ορόφου ακούγεται ένα πιάνο και απέναντι μου στον τοίχο είναι κολλημένη μια μεγάλη αφίσα της Καζαμπλάνκα, ο Χάμφρει Μπόγκαρντ και η Ίνγκριντ Μπέργκμαν αγκαλιά, θάχουμε τελικά πάντα το Παρίσι, διερωτώμαι, ένας άλλος ηλικιωμένος όμως διακόπτει την σκέψη μου. Πάρε κορίτσι μου χαρτομάντηλα μου λέει, κρατάει μια μεγάλη τσάντα γεμάτη από δαύτα και τα πουλάει, το χέρι του τρέμει, του γνέφω πως δεν θέλω, επιμένει, εσύ δεν κλαις με ρωτάει και η ερώτηση του ξεπερνά το κουράγιο μου, ζητάω συγνώμη και γοράζω δύο τρία πακέτα νάχω…