Την βρήκα έξω απο την εκκλησιά. Απόγευμα. Την μέρα των επιταφίων. Είχα καιρό να την δώ, παλιά την έβλεπα κάθε μέρα, δουλεύαμε στον ίδιο όροφο. Την ρώτησα για τα νέα της, με ρώτησε για την υγεία μου, της είπα πως τώρα όλα καλά, μου είπε πως πρίν ένα εξάμηνο έχασε την μητέρα της και πως ο πατέρας της από τότε δεν λέει να συνέλθει. “Είναι βυθισμένος στην μοναξιά του, δεν ξέρω τί να κάνω”, μου είπε και ένιωσα στο δέρμα μου την απόγνωση της. Τί να κάνεις, δεν υπάρχει τίποτα άλλο παρά να τον παίρνεις συχνά αγκαλιά, κάθε μέρα και μια σφικτή αγκαλιά, της είπα.
Θυμήθηκα τον πατέρα μου και όλους εκείνους τους μήνες που με έπιανε η απελπισία και δεν ήξερα πως να απαλύνω την θλίψη που ξεχειλίζε από το βλέμμα του. Είναι αλλιώτικη η θλίψη του βλέμματος που διακρίνει το περίγραμμα του οριστικού τέλους, είναι θλίψη σκληρή, αμεταβίβαστη. Αρχισα να τον αγγίζω πιο πολύ όταν διαισθάνθηκα πως δεν του μένει πολύς καιρός, έπαιρνα το χέρι του στις παλάμες μου και του έτριβα ένα-ένα τα δάχτυλα, του χαίδευα απαλά τους ώμους, μακάρι να το έκανα πιο πριν, γι’ αυτό είπα στην φίλη μου πως δεν υπάρχει κάτι άλλο.
Ο Πόλ Όστερ το είπε καθαρά, είναι αδύνατο να εισχωρήσεις στην μοναξιά του άλλου, άρα τί μένει, μόνο να την χαιδέψεις, να την απαλύνεις. “Η τρυφερότητα” γράφει η Όλγα Τοκαρτσούκ, “είναι η πιο ταπεινή μορφή αγάπης, είναι αυθόρμητη και ανιδιοτελής και υπερβαίνει κατά πολύ τη συγγενή της ενσυναίσθηση”, λέει, “είναι το συνειδητό, αν και ίσως ελαφρώς μελαγχολικό, μοίρασμα του κοινού πεπρωμένου”. Διάβαζα σε ένα σάιτ τις προάλλες πως μια αμερικανίδα ψυχοθεραπεύτρια, γνωστή για την προσέγγιση της στην οικογενειακή θεραπεία, συνήθιζε να λέει ότι ένας άνθρωπος χρειάζεται καθημερινά τέσσερεις αγκαλιές για να επιβιώσει, οκτώ για να ζήσει καλά και δώδεκα για να είναι ευτυχισμένος. Αυτό είναι τελικά που πρέπει να συμβεί για να γίνει κάποια στιγμή ο κόσμος καλύτερος; διερωτήθηκα, δώδεκα αγκαλιές την μέρα, αληθινές και καμωμένες από ατόφια τρυφερότητα; Γιατί δεν το σκέφτηκε ποτέ κανείς; Πώς το είπε ο Καμύ; Ο ανθρώπος αφήνει τους άλλους να πιστεύουν, και θέλει και ο ίδιος να πιστεύει, ότι προσβλέπει σε μια αλήθεια ενώ προσμένει σε μια αγάπη σε τούτο τον κόσμο…
Το μεσημέρι πήγα στην μάνα μου, την βρήκα να μιλά στο τηλέφωνο με μια φίλη της. Η μάνα μου είναι πάνω από ογδόντα, το ίδιο και η φίλη της, “είναι απελπισμένη” μου είπε όταν έκλεισε το τηλέφωνο και αναφερόταν στην φίλη, “νιώθει μοναξιά, φοβάται μήπως τρελλαθεί, θέλει να βρισκόμαστε πιο συχνά”. Καθόμασταν στο τραπέζι η μια αντίκρυ στην άλλη, έβαζε στο πιάτο ένα κομμάτι μελιτζάνες την στιγμή που μου τα έλεγε όλα αυτά, να την πάρεις τηλέφωνο αύριο και να συναντηθείτε της είπα, με κοίταξε απορημένα χωρίς να πει τίποτα, μάλλον υπονοούσε με την σιωπή της πως της ήταν περιττές οι οδηγίες μου όπως και η εσφαλμένη βεβαιότητα μου πως ήμουν σε θέση να υποθέτω το περιεχόμενο της μοναξιάς τους. Της είπα για πατέρα της φίλης μου, πως και κείνος έχει βυθιστεί στη μοναξιά του, δεν αποκρίθηκε, μείναμε αμίλητες μέχρι το τέλος του μεσημεριανού, εγώ σκεφτόμουνα ότι πως ίσως όλα αυτά άρχισαν να συμβαίνουν από τότε που πάψαμε να είμαστε νησί και γυρέψαμε να γίνουμε κάτι άλλο, εκείνη δεν ξέρω τί σκεφτόταν κι’αν ήθελε να σκεφτεί.
"Ανάμεσα μας κυκλοφορούν ανθρώποι άλλων εποχών” γράφει ο Βακαλόπουλος “που στέκουν μελαγχολικοί και ασάλευτοι, με χαμηλομένο το βλέμμα, χάνονται από προσώπου γης, δίνουν μια εξήγηση λιγότερη”. Θάμαστε άραγε και μεις τόσο ανυπεράσπιστοι μπροστά στο τίποτα που συμβαίνει εκεί παρα έξω, όσο είναι τώρα οι γέροι μας; ρώτησα το βράδυ το Χ, δεν περίμενα απάντηση, τί να την κάνω την απάντηση, κάτι πιο χειροπιαστό ήθελα, να μου ανακουφίσει το φόβο, μια σφικτή αγκαλιά, τι άλλο;