Ένας γλάρος ακούγεται από μακριά που πάει να πει πως βρίσκομαι εκεί όπου το να ακούγεται ένας γλάρος δεν είναι απομακρυσμένη συνθήκη. Είναι ένα κύμα και ένας ήλιος βρεγμένος και μια υγρή αμμουδιά και ένα-δύο λεύκες κλαίουσες που προσκηνούν μέρα μεσημέρι τον ουρανό. Και πάνω από όλα είναι η οθόνη κλειστή, απενεργοποιημένες οι ειδοποίησεις, κανένα εικονίδιo που αναπαριστά συναίσθημα, καμμιά σκιτσαρισμένη καρδιά χωρίς κτύπο. Οδήγησα δύο και κάτι ώρες για να βρεθώ εδώ, κάπου ανάμεσα στα Νέα Δήμματα και στον Πωμό.
Ένιωσα πρώτα την πραγματικότητα της πόλης να μου προκαλεί αστάθεια και αντανακλαστικά ήρθε η αντίδραση να γυρέψω ουρανό, κύμα, γλάρο και ορίζοντα για να ισορροπήσω.
Ένιωσα πρώτα την πραγματικότητα της πόλης να μου προκαλεί αστάθεια και αντανακλαστικά ήρθε η αντίδραση να γυρέψω ουρανό, κύμα, γλάρο και ορίζοντα για να ισορροπήσω. Καθοδόν έκανα μια μικρή στάση στην Αγία Μαρίνα στο σπίτι της κ. Αφροδίτης, δύο βήματα από την θάλασσα το σπίτι της, όλα της τα παράθυρα κοιτάνε στο μπλε του Θεού και τίποτα άλλο και η αυλή της γεμάτη από γλάστρες με βασιλικούς και δεντρολίβανα και κιούλια, του τόπου όλες οι μυρωδιές και τίποτα άλλο. Με κέρασε λεμονάδα σπιτική, με τα χέρια της την έφτιαξε, 84 χρονών γυναίκα και ακόμα έχει την όρεξη να κόβει λεμόνια για να φτιάχνει λεμονάδες και να κερνάει τον κόσμο, δικούς της ανθρώπους μα και περαστικούς, δεν τους ξεχωρίζει η κ. Αφροδίτη, όλοι πλάσματα του θεού είμαστε, λέει.Μ’αρέσει να κάθομαι μαζί της και να πίνουμε λεμονάδα, νιώθω πως βρίσκω ξανά την πυξίδα μου, σε τέτοια πρόσωπα άλλωστε και σε χειρονομίες όπως τις δικές της είχε δει κάποτε ο Σεφέρης το θαύμα να λειτουργεί σ’αυτό τον τόπο, ίσως και γω αυτό ενδόμυχα να ψάχνω, το θαύμα που είδε ο ποιητής και πιά δεν είναι ορατό πουθενά, παρα μόνο σ’αυτά τα χαραγμένα μάτια με το βαθύ βλέμμα.
“Προτιμώ τις αυταπάτες των αλλωτινών ανθρώπων” έγραψε ο Σεφέρης και δεν εννοούσε πως επιμένει να ξαναζεί τα παλιά χρόνια ανάλαχτα, τούτο δεν γίνεται, εννοούσε πως η καινούργια ζωή και η έκφραση της χρειάζεται άπειρο καιρό για να ισορροπήσει, αυτό ήθελε να πει και ποιός να διαφωνήσει… Τώρα κάθομαι σταυροπόδι πάνω στην βρεγμένη άμμο, λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι της κ. Αφροδίτης, θα προσεύχεται για μένα μου είπε πριν φύγω κι’αυτό δεν είναι λίγο, ποτέ δεν ήταν λίγο…Η άμμος είναι βρεγμένη από την βροχή και όχι από το κύμα, μόλις σταμάτησε να βρέχει, πώς είναι να σμίγει βροχή και κύμα σκέφτομαι, σμίξιμο μυστήριο, ερωτικό, από κείνα που σε βγάζουνε εκτός χρόνου και σε τοποθετούν σε ένα παρόν που κουβαλά μαζί του όλους τους ταπεινούς αιώνες. Αυτό το παρόν θέλω να νιώθω και όχι το άλλο που κυκλοφορεί στους δρόμους της πόλης και το οποίο, όπως λέει ο Βακαλόπουλος, “είναι αμήχανο και απροστάτευτο και αναρωτιέται τί πρόκειται να του συμβεί τώρα που έστειλε στον αγύριστο τους αιώνες…”. Η Σίλβια, η δασκάλα μου, μου είπε να αναπνέω βαθειά όταν είμαι πλάι στην θάλασσα, η θάλασσα οξυγονώνει περισσότερο το σώμα, σκοτώνει τα άρρωστα κύτταρα, έτσι είπε, κι’αν το μυαλό μου προσπαθεί να ξεφύγει να το φέρνω πίσω στην αναπνοή, η προσοχή μου να παραμένει στην διαδρομή της αναπνοής, από τα ρουθούνια στον ομφαλό και πάλι πίσω, από την αιωνιότητα στο παρόν και πάλι πίσω.
Η κ. Αφροδίτη δεν χρειάστηκε κανένα για να της μάθει να αναπνέει βαθειά, τα πνευμόνια της φούσκωναν και ξεφούσκωναν στο παλμό των κυμάτων, ποτέ δεν της τέλειωνε το οξυγόνο, γι’αυτό ίσως λέει πως δεν μπορεί να ζήσει μακριά από την θάλασσα και δεν την πειράζει που δεν έμαθε να κολυμπά, να την κοιτάζει, να την αναπνέει αυτό της είναι αρκετό, αλλιώς πνίγεται, έτσι είπε, πως μακριά της πνίγεται. Λίγο να το νιώθαμε και μεις αυτό το πνίξιμο ίσως και νάτανε όλα διαφορετικά και εμείς διαφορετικοί και το νησί διαφορετικό, ίσως να υπήρχε κάπου μέσα μας ακόμα το θαύμα έστω και κρυμμένο και ίσως καταφέρναμε να το ανακαλύψουμε ξανά με συνειδητές αναπνοές. Ενδώσαμε όμως νωρίς, βιαστήκαμε να αποτινάξαμε από πάνω μας το ψωμί και την ελιά, δεν ταίριαζε η ταπεινότητα τους στα γκουρμέ εστιατόρια όπου περιφέραμε τις ψευδαισθήσεις μας και κάπως έτσι ξωμακρίσαμε από τη θάλασσα και το ιαματικό οξυγόνο της, την κ. Αφροδίτη και τις ιαματικές προσευχές της. Και όσο για κείνο το γλάρο που τώρα τον βλέπω να πετά στον ουρανό, τον ακινητοποιήσαμε εδώ και καιρό σε στόρι στο ίνσταγκραμ για να τον χαζεύουμε κάθε τόσο που κάποιο γκαρσόνι καθυστερεί να μας εξυπηρετήσει…