Είναι σούρουπο που σημαίνει πως παντού είναι απλωμένα τα χρώματα που μόνο το σούρουπο ξέρει να πλάθει. Χαίρομαι που ήρθαμε εδώ, λέω στο Χ, μας χρειαζόταν καθαρός αέρας και μυρωδιές άγριων βοτάνων, ο Χ ξέρει τί εννοώ, μαζί διανύσαμε πολλά χιλιόμετρα μόνο και μόνο για να αγκαλιάσουμε ένα δέντρο. Τί μεσολάβησε αναρωτιέμαι και έγιναν όλα πιο δύσκολα, πιο δυσκινητα, πιο υπολογισμένα; Όχι δεν είναι θέμα ηλικίας, ούτε και αποκλειστικά πρόβλημα της εποχής. Πιο πολύ μοιάζει με εκείνο που είπε ο Ντοστογιέφσκι: “Πώς η υπερβολική συνείδηση είναι σαν αρρώστια. Και πως στην καθημερινή ζωή αρκεί και με το παραπάνω μια κοινότατη ανθρώπινη συνείδηση, το μισό ή και το ένα τέταρτο από αυτήν που έχει συνήθως ένας έξυπνος άνθρωπος”. Που πάει να πει λίγη περισσότερη νάχεις και αρρωσταίνεις, λες και κάποιος μόλυνε ύπουλα τις διαδρομές σου…Ίσως γι’αυτό ξύπνησα σήμερα με την ανάγκη μιας εκδρομής, ανησύχησα μάλλον στον ύπνο μου μήπως με έχει καταβάλει ήδη η ευπάθεια και το πρωί είπα στο Χ να γεμίζει το αμάξι με βενζίνη. Προς βουνό να πάμε πρότεινα, συμφώνησε, διαλέξαμε τον Καλοπαναγιώτη που είναι παραμυθένιος, γυρίσαμε το ραδιόφωνο στην συχνότητα που παίζει μόνο τραγούδια, όχι διαφημίσεις, καθόλου ειδήσεις, και βγήκαμε χάι γουέη. Πώς το είπε ο Βακαλόπουλος; “Όλα τα νέα είναι οι νεκροθάφτες της πραγματικής ζωής”, αυτό είπε και όποτε επεξεργάζομαι την επικαιρότητα επιστρέφω στα λόγια του. Στην διαδρομή δεν μιλάμε πολύ και όταν μιλάμε λέμε μόνο εκείνα που δεν λέμε τις υπόλοιπες μέρες: Πόσο καταπραυντικός είναι ο ήχος του ποταμού, πόσο μυσταγωγικό το θρόισμα της λεύκας.
Κάπως έτσι φτάνουμε στο χωριό και από τύχη βρίσκουμε μια άδεια θέση στο χώρο στάθμευσης, παντού αυτοκίνητα, κόσμος πολύς, με τα σκουφιά και τα παιδιά και τα σκυλιά του…Αφήνουμε το αμάξι, περπατάμε μέχρι το γιοφύρι που ενώνει το χωριό με το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή και φτάνουμε στα χριστουγεννιάτικα σπιτάκια με τα χειροποιήτα μπιχλιμπίδια και τα γλυκά του κουταλιού. Ένα από αυτά πουλάει ζεστά ροφήματα, αγοράζουμε τσάι με βότανα του βουνού και ανεβαίνουμε τα σκαλιά προς το μοναστήρι καταπίνοντας ιαματικές καυτές γουλιές. Θέλω να ανάψω ένα κερί, λέω στο Χ για το καλό του χρόνου, για το καλό γενικά αλλά και γιατι ο Κορτάσαρ λέει πως “ο άνθρωπος είναι πάντα κάτι περισσότερο από άνθρωπος και πάντα κάτι λιγότερο από άνθρωπος” και γώ θέλω να επιμείνω για το περισσότερο. Ανάβω το κερί, κάνω την ευχή και μετά ξανά πίσω προς στη γέφυρα. Στην αρχή της ένας τηλεφωνικός θάλαμος που δεν τον πρόσεξα πιο πριν, με ξαφνιάζει όπως κάθε απροσδόκητη συνάντηση με το παρελθόν. Δεν ειναι από τους παλιούς με το κατράν και τα κέρματα, είναι από τους πιο καινούργιους με το καρτοτηλέφωνο και το αλουμινένιο καφετί περίγραμμα. Μένω και τον περιεργάζομαι από απόσταση ασφαλείας- από παιδί με γοήτευταν οι τηλεφωνικοί θαλάμοι και περισσότερο όταν μεγάλωσα και άρχισα να καταλαβαίνω τους ποιητές- αποφεύγω ωστόσο να κοιτάξω στο εσωτερικό του, φοβάμαι μήπως εκεί μέσα κρύβεται κουρνιασμένος κάποιος παλιός μου εαυτός, δεν παίρνω ρίσκο να αντικρυστεί με τον τωρινό μου, με αγχώνει το ποιός θα τρομάξει πρώτος τον άλλον.
Ο Χ με γλιτώνει από το δίλημα, λέει πως πρέπει να επιταχύνω το βήμα μου γιατί σκοτεινιάζει, ίσα ίσα, λέει,που προλαβαίνουμε να κάνουμε μια γρήγορη βόλτα στο μονοπάτι του νερού, έτσι το ονομαζουνε, ίσως γιατί είναι πλάι στον ποταμό, ίσως και γιατί ήτανε κάποτε η διαδρομή των γυναικών που πήγαινάν να πλύνουνε τα ρούχα στο ποτάμι. Επιταχύνουμε και η νύχτα μας ακολουθεί. Το μονοπάτι είναι μαγικό. Εντελώς αμόλυντο από την σύγχρονη ξιπασιά και με τα ίχνη των ταπεινών αιώνων φρέσκα στο κάθε του φύλλωμα, στην κάθε του πέτρα. Ο Χ προπορεύεται, κάποια στιγμή τον βλέπω να σταματάει, να ανοίγει τα χέρια του διάπλατα και να παίρνει βαθειές εισπνοές, να εισπνέει δηλαδή όλα τα μαγικά που αφήνει πίσω του το σούρουπο, έτσι όπως τα εκπνέουν οι λεύκες και οι πέτρες και οι βατομουριές και τα ψηλά πεύκα και οι μικροι θάμνοι και τα νυχτοπούλια και το νερό που κυλάει αέναα και καθαρίζει τα ρούχα των ταπεινών αιώνων. Εδώ είναι μια άλλη χώρα, λέω στο Χ, όμοια με κείνη της παιδικής μας ηλικίας, πριν φοβηθούμε τον ουρανό, πριν πάψει το νησί να είναι νησί, πριν τα ψέματα αποκτήσουν φωτογένεια, πρίν συμβεί αυτό που είπε ο Ελύτης… “Πως κάπου ανάμεσα στην Τρίτη και στην Τετάρτη θα παραπέσει η αληθινή μας μέρα”…