Κάθομαι σε ένα από τα μακρόστενα λευκά παγκάκια που μοιάζουν με πυρόγες, απέναντι μου ένα σωρό ξένοι, κάθονται κι’αυτοί σε ένα όμοιο παγκάκι, ο ένας πλαί στον άλλο, δεν μιλούν μεταξύ τους, κοιτούν σκυφτοί στις οθόνες των κινητών τους, δεν ξέρω καν αν γνωρίζονται, ίσως είναι από τον ίδιο τόπο, ίσως όμως το μόνο κοινό τους νάναι πως πίστεψαν σε μια βάρκα και βρέθηκαν χαμένοι πάνω σε μια λευκή “πυρόγα”. Όλοι γύρω μου μοιάζουν σαν αβόλευτες μονάδες, γράφω και σβήνω στο σημειωματάριο μου, ίσως νάμαι και γω μια από αυτές, φτηνές κολώνιες τρυπάνε τα ρουθούνια μου, ταξιδεύουν στο αέρα σε ποσότητες μαζί με συλλαβές ακατανόητες και βλέμματα που προέρχονται από το σκοτάδι της νύχτας και του πεπρωμένου.
Ένα γκρούπ με τουρίστες διακόπτει τις σκέψεις μου, εμφανίζονται από το πουθενά, τσουλάνε αμίλητοι τις βαλίτσες τους πάνω στο τσιμέντο, κατευθύνονται προφανώς σε ένα από τα ξενοδοχεία της παλιάς πόλης, μεσήλικες οι περισσότεροι, τα τροχάκια των αποσκευών τους κάνουν ένα θόρυβο ενοχλητικό, χράτς χρούτς, ο ήχος γδέρνει την μελωδία που μια μπάντα άρχισε μόλις να παίζει στο κάτω μέρος της πλατείας, προσπαθώ να αναγνωρίσω το κομμάτι, είναι το “όνειρο απατηλό” και είναι στο σημείο που λέει “πως κάποιο πλοίο ναυάγησε, κάποιο νούφαρο μάδησε”, τίποτα τυχαίο γράφω και βάζω θαυμαστικό. Κάποιοι πηγαινοέρχονται με τα ηλεκτρικά σκουτεράκια, άλλοι με το σκυλί τους, ένα δύο ηλικιωμένα ζευγάρια διασχίζουν αγκαζέ το σήμερα με προσοχή όμως μην γκρεμοτσακιστούν μέσα στο διάκενο των ασύνδετων πραγματικοτήτων. Η πόλη δεν εισχωρεί μέσα τους, άν ανοίξει κανείς τα σπλάχνα τους θα βρει άλλες εικόνες, μαυρόασπρες, οι σημερινές δεν χωρούν να περάσουν από τον οισοφάγο τους, μόνο σε μικρές δόσεις μπορούν να τις καταπιούν, αλλιώς δεν χωνεύονται, τις ρεύονται όλο το βράδυ.
Κατεβαίνω τις σκάλες, η μουσική συνεχίζει, το τραγούδι αλλάζει, δεν το αναγνωρίζω, μικρά παιδιά παίζουν στην παιδική χαρά κάτω από μεγάλους προβολείς και γυναίκες σκουντάνε τις κούνιες μιλώντας η μια στην άλλη στα αγγλικά, κάποιες φοράνε μαντήλες στο κεφάλι, άλλες έχουνε τα μαλλιά τους έντονα βαμμένα, τίποτα το ενδιάμεσο, μόνο η κούνια που πηγαινοέρχεται στον αέρα και τα χαχανητά των παιδιών που δεν έχουν ανάγκη τις μεταφράσεις. Στο γρασίδι απλώνουνε κανένα δύο άτομα, οι περισσότεροι νυχτερινοί περιπλανώμενοι διαλέγουν κάποια γωνιά της πλατείας παράμερα για να αράξουν, να παραμείνουν κλεισμένοι στην φυσαλίδα τους, αυτό επιζητούν υποθέτω, να αποφύγουν το άμεσο περιβάλλον που εντείνει την μοναξιά τους.
Το βλέμμα μου πέφτει σε μια γυναίκα, αφρικάνα, δεν μπορώ να διακρίνω την ηλικία της, πάνω απο πενήντα σίγουρα, κάθεται σε ένα από τα παγκάκια, το φόρεμα της είναι κόκκινο και μακρύ, καλύπτει τα πόδια της, πλάι της μια σακούλα με δύο μπουκάλες γάλα, την παρατηρώ, δεν κάνει απολύτως τίποτα, δεν μιλά στο κινητό, δεν κοιτάζει δεξιά, ούτε αριστερά, κοιτάζει καρφωτά ευθεία λες και απέναντι της βλέπει την ίδια τη ζωή της. Ό,τι παρατηρώ γύρω μου έχει μια αθέατη πλευρά πολύ πιο πυκνή και βαθειά και στενάχωρη από την ορατή και η γυαλιστερή επιφάνεια της πλατείας και τα μωβ φωτάκια στα συντριβάνια και οι μεγάλοι προβολείς τριγύρω αρνούνται αυτό το βάθος, θέλουν να κρατήσουν την πυκνότητα του σε απόσταση, μην τυχόν και τους αλλοιώσει την επίμονη φωτοεστίαση στο νερωμένο προφανές.
Μια πλατεία γεμάτη από ξέχωρες μοναξιές που περιφέρονται μέσα στο σκοτάδι ψάχνοντας εκείνο που έχει μέσα τους χαθεί, αυτό σκέφτομαι και ασυναίσθητα το μυαλό μου τρέχει στο Γιάννη Ξανθούλη, ίσως γιατί εκείνος πάντα μιλούσε για ημιτόνια και παραδρόμους, ίσως γι’αυτό τον θυμήθηκα. Ίσως όμως και επειδή τότε που συναντηθήκαμε, χρόνια πριν, κάπου κοντά στα Εξάρχεια, μου είχε ομολογήσει πως θα ήθελε πολύ να έγραφε βιβλία σε σχήμα πόκετ, από κείνα που πουλιούνται στα περίπτερα, απόρησα, τον ρώτησα τον λόγο,“θέλω να είμαι τέτοιος συγγραφέας”, απάντησε, “που κρατάει συντροφιά σε κείνους που αισθάνονται μοναξιά μια συγκεκριμένη νύχτα στην πόλη”. Kαι γω το ίδιο θα ήθελα, κάνω μετά από χρόνια αυτή την παραδοχή και επιστρέφω με τα πόδια στο σπίτι…