Του Σταύρου Χριστοδούλου
Θα μπορούσε να κάνει αστεία βιντεάκια στο TikTok. Θα μπορούσε επίσης να ανεβάζει στο YouTube υλικό με όποια χαζομάρα κατέβαινε το κεφάλι του, αρκεί να αποσπούσε την προσοχή των συνομήλικων του. Όπως τσαμπουκάδες σε μαγαζιά ή αμφιβόλου ποιότητας χιούμορ ή περίεργα ρεκόρ που προσελκύουν χιλιάδες followers. Κάπως έτσι θα μπορούσε να γίνει influencer και να βγάζει καλά λεφτά. Αλλά αυτός, κόντρα στην ευκολία της εποχής μας, επέλεξε άλλο δρόμο. Πέρασε στη Σχολή Θετικών και Εφαρμοσμένων Επιστημών του Πανεπιστημίου Κύπρου, διάβασε, ζορίστηκε και εντέλει αρίστευσε. Προ ημερών, στην τελετή αποφοίτησης, έπρεπε να εκφωνήσει μια ομιλία εκ μέρους των συμφοιτητών του. Εκείνος όμως επέλεξε να μην πει τα τυπικά αλλά να μιλήσει βαθιά πολιτικά. Καταφέρνοντας, μέσα στο χαοτικό περιβάλλον των social media, να γίνει viral, επικοινωνώντας την καθαρότητα και την ειλικρίνειά του.
«Ζούμε σε μια κοινωνία που βρίσκεται σε παρακμή. Οι θεσμοί καταρρέουν, οι πολίτες αγανακτούν και η διαφθορά θεριεύει. Ζούμε σε μια χώρα που βλέπουμε το ένα σκάνδαλο μετά το άλλο. Σε μια χώρα που διασύρεται διεθνώς. Ζούμε σε μια χώρα που παρόλα αυτά δεν τιμωρείται κανείς και δεν αλλάζει τίποτα. Ζούμε σε ένα νησί που παραμένει μοιρασμένο με ανοικτές πληγές. Ζούμε σε μια εποχή που οι παγκόσμιες προκλήσεις ολοένα αυξάνονται, ενώ εμείς παραμένουμε παγιδευμένοι στον δικό μας μικρόκοσμο». Δεν είναι η πρώτη φορά που τ’ ακούμε αυτά. Τα έχουν πει πολλές φορές οι πολιτικοί. Τα έχουμε γράψει άλλες τόσες οι δημοσιογράφοι. Το διαφορετικό σε αυτή την περίπτωση είναι η αφοπλιστική αλήθεια ενός νέου παιδιού που δεν διεκδικεί κάτι. Παρά μόνο να μοιραστεί την πραγματικότητα της ζωής του σε μια χώρα όπου επιπλέουν οι φελλοί και κάνουν θόρυβο τα κάθε λογής κύμβαλα. Κι αν κάποιοι ώς εδώ τον άκουγαν καχύποπτα, η απόφασή του ν’ αναζητήσει την τύχη του στο εξωτερικό ήταν το λιγότερο αποστομωτική: «Φεύγω δίχως να γνωρίζω πότε και εάν θα γυρίσω πίσω, διότι γνωρίζω ότι εάν μείνω στην Κύπρο θα έρθει εκείνη η στιγμή που κάποιος θα θεωρείται καλύτερος όχι λόγω των γνώσεων, των δεξιοτήτων και της εμπειρίας του αλλά λόγω της κομματικής του ταυτότητας και των οικογενειακών του διασυνδέσεων».
Κοκκίνησε άραγε κανείς από ντροπή; Κανείς. Ο λόγος είναι επειδή αποκτήσαμε αντισώματα, επειδή συμβιβαστήκαμε και δεν θέλουμε να τα σκαλίζουμε απ’ τον φόβο μη μας πνίξει η μπόχα του σάπιου συστήματος. Μιλάμε εξάλλου για μια χώρα που έστειλε στο ευρωκοινοβούλιο έναν απαίδευτο νεαρό με μηδενικά προσόντα και κανένα πολιτικό περιεχόμενο, απλώς και μόνο επειδή έβγαλε τη γλώσσα του στο κομματικό κατεστημένο. Αξίζει πάντως να αναρωτηθούμε: ποιος στ’ αλήθεια βγάζει τη γλώσσα στο σύστημα; Ο Φειδίας που την τελευταία βδομάδα στέλνει από τις Βρυξέλλες βιντεάκια λες και βρίσκεται στην Ντίσνεϋλαντ; Ή ο Λάμπρος που τόλμησε να καυτηριάσει όσα επιμελώς κρύβουμε κάτω από το χαλί;
Ναι, Λάμπρο τον λένε. Αλλά θα μπορούσε να τον λένε Νικόλα, Μιχάλη, Μαρία, Ελένη. Παιδιά που δίνουν τη δική τους μάχη και όταν απελπιστούν τα βροντάνε και φεύγουν. Τα καλύτερα μυαλά της γενιάς τους δυστυχώς φεύγουν έξω. Τι να τους κρατήσει εδώ άλλωστε; Η κλίμακα αξιών που πήρε την κατηφόρα; Τι να τους κρατήσει σε ένα κράτος όπου δεν υπάρχει αξιοκρατία και κουμάντο κάνει το χρήμα; Το χρήμα που όλα τα ξεπλένει. Το χρήμα που κονταίνει τη μνήμη και μειώνει τις ηθικές αντιστάσεις. Πάρτε για παράδειγμα το τελευταίο πλιάτσικο των διαβατηρίων. Η κοινωνία της νήσου των Αγίων χώνει το κεφάλι στην άμμο για να μη βλέπει και να μην ακούει. Μια εκκωφαντική σιωπή καλύπτει τα πάντα κι αυτό το χρεωνόμαστε όλοι: θεσμοί και πολίτες. Όλοι μας.
Η κάθε εποχή έχει τα πρότυπά της. Τα κόμματα έχουν τεράστια ευθύνη να αφουγκραστούν αυτό που συμβαίνει εκεί έξω και να αναδιπλωθούν προτού είναι αργά. Γιατί όταν οι πόρτες των μεγάλων ευκαιριών ανοίγουν διάπλατα για τους Φειδίες, δυστυχώς για τους Λάμπρους η πόρτα της εξόδου είναι μονόδρομος.