Του Σταύρου Χριστοδούλου
Το βράδυ της περασμένης Δευτέρας, όταν ο υφυπουργός Πολιτισμού απηύθυνε χαιρετισμό στην έναρξη του Διεθνούς Φεστιβάλ Αρχαίου Ελληνικού Δράματος, κανείς στο κατάμεστο αμφιθέατρο της Σχολής Τυφλών δεν φανταζόταν ότι αυτός θα ήταν ο αποχαιρετιστήριός του λόγος. Ακούγοντάς τον, ομολογώ πως διέκρινα μια αμηχανία, η οποία είχε γίνει ακόμα χειρότερη σε μια μακρόσυρτη παύση του, αλλά σκέφτηκα πως έφταιγε το κείμενο που του ετοίμασαν να διαβάσει. Φαινόταν πως δεν ήταν τα δικά του λόγια. Όμως δεν ήταν μονάχα οι λέξεις που δεν έγιναν κτήμα του εκείνο το βράδυ. Η γλώσσα του σώματός του σαν να υπογράμμιζε την έλλειψη συμβατότητας με τον ρόλο που κλήθηκε να παίξει. Ακόμα και το κοστούμι έδειχνε ξένο επάνω του, μάλλον περίεργο για έναν καλλιτέχνη που έχει εκτεθεί τόσο πολύ στα φώτα.
Τους τελευταίους τέσσερις μήνες ο Μιχάλης Χατζηγιάννης φόραγε –δυστυχώς– το λάθος κοστούμι. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Κι αν απέφυγα τα σκληρά σχόλια γι’ αυτόν, είναι γιατί πέρα από την προσωπική συμπάθεια που του έχω, σέβομαι όσα πέτυχε στη μουσική του διαδρομή. Ο Χατζηγιάννης, χωρίς βαρύγδουπους αυτοπροσδιορισμούς, κατάφερε από πολύ νεαρή ηλικία όχι μόνο να γίνει ένας σταρ τραγουδιστής αλλά να αφήσει και το αποτύπωμά του ως τραγουδοποιός. Το πάντρεμα της ποπ μουσικής με ένα πιο «έντεχνο» στίχο τού χάρισε επιτυχίες και αναγνώριση. Κυρίως όμως του χάρισε την εκτίμηση σημαντικών καλλιτεχνών οι οποίοι δεν έχουν εύκολα τα μπράβο για τους συναδέλφους τους. Με αυτά ως αφετηρία λοιπόν, επέλεξα να κρατήσω χαμηλούς τόνους. Και σε αυτήν τη στήλη που καταπιάνεται με τα «σοβαρά», αλλά και στα «Ιουλιανά» της σελίδας 2 όπου τα γραφόμενα επιπλέουν στον αφρό της επικαιρότητας.
Υπήρξαν βεβαίως κάποιες στιγμές που και να ήθελε κανείς να σωπάσει, ήταν αδύνατον. Αλλιώς θα έμοιαζε σαν να αγνοούσε τον ελέφαντα στο δωμάτιο. Στιγμές όπως εκείνο το ανεκδιήγητο βίντεο με το Happy Birthday για τον Νικόλα ή την αποκάλυψη για τη συνεργάτιδά του η οποία είχε κατηγορηθεί στο παρελθόν για απάτη. Ήταν οι δύο περιπτώσεις που ξεχείλισαν το ήδη γεμάτο ποτήρι. Όχι μόνο για τη φαιδρότητά τους, αλλά και για το γεγονός ότι ο Μιχάλης Χατζηγιάννης έδειχνε να είναι παντελώς εκτός τόπου, χρόνου και πολιτικής πραγματικότητας.
Από τη μακροσκελή ανακοίνωση παραίτησής του δεν θα σχολιάσω τα περί παραγωγής έργου. Αφενός επειδή δεν αντέχουν σε κανενός είδους κριτική κι αφετέρου επειδή δεν υπάρχει λόγος να χαλάμε τις καρδιές μας τώρα που ο υφυπουργός άνοιξε την πόρτα της εξόδου. Θα σταθώ όμως σε μια φράση –αυτήν μάλιστα που γράφτηκε επίτηδες για να βγάλει τίτλο: «Άμα ξέρεις πού πας, ξέρεις και πότε πρέπει να φύγεις, κι εγώ δεν ήρθα εδώ και δεν συνέπραξα στην εξουσία, για να κερδίσω φήμη και δόξα, αλλά διότι σε ένα δεύτερο ‘άγγιγμα ψυχής’, συμμερίστηκα το όραμα για τον Πολιτισμό, του από χρόνια φίλου μου και προέδρου σήμερα Νίκου Χριστοδουλίδη». Για τη φήμη και τη δόξα νομίζω θα συμφωνήσουμε όλοι. Είναι χορτάτος καλλιτέχνης ο Μιχάλης, δεν έχει ανάγκη την υπουργική καρέκλα για να νιώσει σημαντικός. Ακόμα κι αν δεχτούμε το κομμάτι της ματαιοδοξίας που του αναλογεί, η αποδοχή του αξιώματος δεν έγινε με σκοπό να αυξήσει τη διασημότητά του. Θα διαφωνήσω όμως με το κατά τ’ άλλα εύηχο «άμα ξέρεις πού πας, ξέρεις και πότε να φεύγεις». Γιατί ο Χατζηγιάννης δεν είχε την παραμικρή ιδέα πού πήγαινε και κυρίως σε τι πήγαινε να μπλέξει.
Ο πολιτισμός είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να καταλήγει στα χέρια λάθος ανθρώπων. Το θεωρώ αχρείαστο και μεγάλη σπατάλη να εξηγήσω εδώ τα αυτονόητα. Τα πράγματα είναι απλά: δεν κάνουν όλοι για όλα. Κι ούτε αρκούν οι καλές προθέσεις. Αυτό το μάθημα ας ελπίσουμε ότι το πήρε τόσο ο υφυπουργός όσο και ο πολιτικός του προϊστάμενος. Όπως λέει και ο Σοφοκλής άλλωστε στην «Αντιγόνη», την τραγωδία που προλόγισε ο Μιχάλης Χατζηγιάννης την παραμονή της παραίτησής του, «κράτιστον κτημάτων ευβουλία». Το πιο καλό απόκτημα είναι η ορθή κρίση.