Του Σταύρου Χριστοδούλου
Πείτε ότι είστε η Μαρία Άνχελα Ολγκίν Κουεγιάρ. Για να δείτε, με τα δικά της μάτια, όχι μόνο τον πρόεδρο Χριστοδουλίδη ή τον Ερσίν Τατάρ, αλλά όλα όσα συνθέτουν την κυπριακή πραγματικότητα μισό αιώνα μετά την καταστροφή του 1974.
Έστω λοιπόν ότι γίνατε Ολγκίν για μία μέρα. Μία πολιτικός με διεθνείς περγαμηνές. Εν συντομία θυμίζω τα βασικά του πολιτικού βιογραφικού τής πρώην υπουργού Εξωτερικών στην οποία ο Αντόνιο Γκουτέρες επέλεξε να αναθέσει τον δύσκολο ρόλο της απεσταλμένης του για το Κυπριακό. Κατ’ αρχάς, κατάγεται από πολιτικό τζάκι, καθώς δύο μέλη της οικογένειάς της υπηρέτησαν ως πρόεδροι της Κολομβίας. Η ίδια κρατούσε το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Εξωτερικών επί οκτώ έτη, και το όνομά της συνδέθηκε με την ανανέωση των διπλωματικών σχέσεων της χώρας της με τη Βενεζουέλα. Με αυτά τα διαπιστευτήρια, μας συστήθηκε πριν από τρεις μήνες κατά την πρώτη επίσκεψή της στο νησί: «Προέρχομαι από μια χώρα που μετρούσε πενήντα χρόνια συγκρούσεων. Θα συνεργαστώ με τους δύο ηγέτες για να κάνω το καλύτερο για την Κύπρο» δήλωσε.
Πολύ αμφιβάλλω αν καταλάβαμε τότε τι εννοούσε. Γιατί λίγοι ίσως γνωρίζουν, εδώ στον ομφαλό της γης όπου διαβιούμε στις δυο πλευρές της Πράσινης Γραμμής, τη σημαντική διπλωματική εμπειρία της 60χρονης Κολομβιανής. Μπορεί το Νόμπελ Ειρήνης να το πήρε ο πρόεδρος Χουάν Μανουέλ Σάντος, όμως το κουπί της επίπονης διαπραγμάτευσης με τους αντάρτες FARC το τράβηξε η Ολγκίν Κουεγιάρ. Σε αυτής της γυναίκας τα παπούτσια σας ζητώ να μπείτε έστω για μία μέρα. Η οποία ήλθε, είδε και απήλθε, λιγότερο αισιόδοξη καταπώς φαίνεται, αλλά πάντως σοφότερη. Και δεν μιλάω μόνο για τις κατ’ ιδίαν συζητήσεις με τους πρωταγωνιστές του Κυπριακού και τη λεγόμενη «κοινωνία των πολιτών». Κάτι μου λέει ότι οι συνεργάτες της την τροφοδότησαν με όσα πικρόχολα γράφονται τον τελευταίο καιρό, σαν να φταίει εκείνη για το αδιέξοδο ή χρεώνεται την αδιαλλαξία των Τούρκων και τον μικρομεγαλισμό του Τατάρ. Μας φταίει η κυρία Ολγκίν γιατί δεν έστησε δημόσια λαϊκό δικαστήριο, λες και το ζητούμενο 50 χρόνια μετά το έγκλημα του 1974 είναι η απόδοση δικαιοσύνης.
Αν εγώ ήμουν Ολγκίν, έστω και μία μέρα, θα σκεφτόμουν πόση επαφή έχουν με την πραγματικότητα στη νήσο Κύπρο, όταν λίγο πιο κάτω η Μέση Ανατολή φλέγεται από τις συγκρούσεις. Όταν κανείς δεν ασχολείται με το Κυπριακό, ούτε καν η κοινή γνώμη σε Ελλάδα και Τουρκία που –θεωρητικά– το πρόβλημα τούς αφορά. Όταν ο χρόνος τα έχει αλέσει όλα, και στον Βορρά κτίζουν μετά μανίας αλλοιώνοντας τον χαρακτήρα της πατρίδας που κάποτε γνωρίζαμε. Όταν χρόνο με τον χρόνο η μνήμη εξασθενεί και το τοπίο της Ιστορίας θολώνει. Ή όπως πικρά γράφει η συγγραφέας Φαϊζέ Οζντεμιρτζιλέρ: «Ακόμα αν θέλουν, ας βράσουν την ιστορία σου να πιούνε το ζουμί της. Πότε θα γίνεις άνθρωπος; Πότε θα γίνεις νησί, νησί μου; Αυτό να μου πεις».
Αν ήμουν Ολγκίν για μία μέρα και εισέπραττα όλη αυτή την απαξίωση για τον ρόλο των Ηνωμένων Εθνών, ή ακόμα χειρότερα την αδιαφορία για την επανέναρξη των συνομιλιών, το πολύ να έλεγα ένα «good night and good luck» κι ύστερα να τραβούσα για άλλες πολιτείες. Όπου τέλος πάντων μπορεί η διπλωματία να είναι αποτελεσματική στην επίλυση χρόνιων διενέξεων. Ο Αβέρωφ Νεοφύτου, της ρεαλιστικής σχολής σκέψης του Κυπριακού, στην τελευταία του δημόσια παρέμβαση το έθεσε απλά αλλά ευθύβολα: «Ουσιαστικά, η κυρία Ολγκίν μάς επισήμανε ότι δεν υπάρχει οποιοδήποτε εχέγγυο που θα την οδηγούσε σε θετική εισήγηση για επανέναρξη του διαλόγου. Η ωμή πραγματικότητα είναι ότι σε έξι βδομάδες έρχεται ο Ιούλιος, οπότε και εξαντλείται το εξάμηνο χρονοδιάγραμμα. Δεν είναι βέβαιο αν η ειδική απεσταλμένη θα μας επισκεφτεί ξανά, αλλά ακόμα και εάν το πράξει, θα είναι σίγουρα και η τελευταία φορά». Ας ελπίσουμε να μη δικαιωθεί, γιατί, όσο κι αν αρνούμαστε να το αποδεχτούμε, αυτό που ακολουθεί την «τελευταία φορά», μοιραία, είναι τα δύο κράτη.