Του Σταύρου Χριστοδούλου
Υπάρχουν δύο τρόποι για να «διαβάσει» κανείς τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου των προεδρικών εκλογών. Ο πρώτος αφορά στους υποψηφίους και τη δυναμική που κατέγραψαν. Τον προσπερνώ όχι μόνο επειδή αντίκειται στους κανόνες της δεύτερης Κυριακής για τα όρια έκφρασης άποψης στις εφημερίδες αλλά και για την ουσία: σήμερα είναι η ημέρα των πολιτών. Ο δεύτερος τρόπος ανάγνωσης του αποτελέσματος αφορά στα κόμματα. Τα οποία μπορεί να μη μετρήθηκαν στην κάλπη, έγιναν όμως αποδέκτες τόσο των πολιτικών μηνυμάτων όσο και των κραδασμών. Με αποτέλεσμα ο κομματικός χάρτης από την περασμένη Δευτέρα να έχει υποστεί σημαντικές αλλοιώσεις, σε σχέση κυρίως με τα ποιοτικά του χαρακτηριστικά.
Για τους λεγόμενους «μικρούς» τα πράγματα είναι απλούστερα. Το ΕΛΑΜ αποδείχτηκε ανθεκτικό, καταφέρνοντας να «κανονικοποιηθεί» ως πολιτική δύναμη. Τι κι αν τα στελέχη της ομογάλακτης Χρυσής Αυγής είναι στη φυλακή; Τι κι αν, με σφραγίδα δικαστηρίου, το αδελφό τους κόμμα χαρακτηρίστηκε εγκληματική οργάνωση; Στην Κύπρο κατάφεραν να καταλάβουν τον ζωτικό χώρο της ακροδεξιάς, κουνώντας το δάκτυλο στα κόμματα του δημοκρατικού τόξου. Οι υπόλοιποι «μικροί» -ο πάλαι ποτέ ενδιάμεσος- βρίσκονται σε κατάσταση αναμονής στον προθάλαμο της εκτελεστικής εξουσίας. Το σημερινό αποτέλεσμα της κάλπης θα τους επηρεάσει σε πολλά: τις αρχηγικές καριέρες και τα εκλογικά τους ποσοστά, κυρίως όμως το κομματικό τους μέλλον. Σήμερα κρίνονται ισορροπίες συνύπαρξης (ΔΗΚΟ – ΔΗΠΑ) αλλά και επιβίωσης (ΕΔΕΚ – ΟΙΚΟΛΟΓΟΙ).
Εκείνοι που κρίθηκαν ήδη, από την περασμένη Κυριακή, είναι οι λεγόμενοι «μεγάλοι». Ο ΔΗΣΥ και το ΑΚΕΛ, κόμματα που στις βουλευτικές εκλογές του 2021 όχι μόνο δέχτηκαν σκληρή κριτική αλλά αμφισβητήθηκε από κάποιους και η συνέχιση της πρωτοκαθεδρίας τους. Η μείωση των ποσοστών τους αποτέλεσε τη βάση για πολιτικές αναλύσεις, οι οποίες υποστήριζαν ότι οδηγούμαστε στο τέλος του δικομματισμού έτσι όπως τουλάχιστον τον γνωρίζαμε. Κάποιοι πιο προωθημένοι είχαν υποστηρίξει την άποψη ότι οι πολίτες στρέφουν την πλάτη στα μεγάλα κόμματα με αποτέλεσμα αυτή η απαξίωση να σηματοδοτεί μια αναπόδραστη καθοδική πορεία. Η πρώτη Κυριακή των προεδρικών εκλογών όχι μόνο διάψευσε αυτή τη σχολή σκέψης αλλά έστειλε και ένα σαφές μήνυμα: οι δύο «μεγάλοι» είναι πολύ σκληροί για να πεθάνουν. Ο μεν ΔΗΣΥ επειδή άντεξε τις πιέσεις μιας βαθιάς εσωτερικής κρίσης, συγκρατώντας τα ποσοστά του. Το 26% δεν είναι ένα αμελητέο ποσοστό σε συνθήκες εμφύλιου σπαραγμού. Το δε ΑΚΕΛ, έπειτα από ένα σερί εκλογικών αποτυχιών την τελευταία δεκαετία, κατέγραψε την πρώτη του νίκη, ανακτώντας δυνάμεις από τη δεξαμενή της κεντροαριστεράς. Η χειρότερη υπηρεσία βεβαίως που μπορούν να προσφέρουν στον εαυτό τους τα δύο μεγάλα κόμματα είναι να πιστέψουν ότι το στοίχημα κερδήθηκε. Γιατί η επικράτειά τους στον νέο κομματικό χάρτη μπορεί να μην άλλαξε, τα δεδομένα όμως επί του εδάφους είναι διαφορετικά. Το κομματικό τοπίο πλέον μοιάζει με κινούμενη άμμο. Όποιοι λοιπόν επιλέγουν τη στασιμότητα, κινδυνεύουν να τους καταπιεί η νέα πολιτική πραγματικότητα έτσι όπως διαμορφώνεται μέσα στη δίνη των κοινωνικών δικτύων.
Ο Δημοκρατικός Συναγερμός έχει ήδη καθορίσει το ραντεβού του με την Ιστορία στις 11 Μαρτίου. Εκεί, στο Παγκύπριο Εκλογικό Συνέδριο, θα προκύψει τόσο η νέα ηγετική ομάδα όσο και η νέα φυσιογνωμία του κόμματος. Δεν θα ήταν υπερβολή εάν λέγαμε ότι ο ΔΗΣΥ καλείται να επανεφεύρει τον εαυτό του από τη θέση πλέον της αντιπολίτευσης. Πρόκειται για ένα πολιτικό στοίχημα από το οποίο θα κριθεί το μέλλον του.
Για το ΑΚΕΛ τα πράγματα είναι διαφορετικά καθώς ο Στέφανος Στεφάνου, έπειτα από ενάμιση χρόνο στη θέση του Γενικού Γραμματέα, καλείται να υλοποιήσει τις αλλαγές που εξήγγειλε με αφετηρία μια νίκη. Το στοίχημα της νέας ηγετικής ομάδας υπό τη δική του ηγεσία είναι αν θα καταφέρει να αξιοποιήσει το momentum και να οδηγήσει το κόμμα σε μια ανοδική πορεία.
Ένα πράγμα πάντως είναι σίγουρο: από αύριο το ρολόι δεν ξεκινά να μετρά μόνο για τη νέα κυβέρνηση. Μια νέα γραμμή αφετηρίας διαμορφώνεται και για τα κόμματα, τα οποία καλούνται να επαναπροσδιορίσουν τον εαυτό τους σε ένα αχαρτογράφητο πολιτικό τοπίο.