Του Σταύρου Χριστοδούλου
«Οικοδομώντας ένα νέο κόσμο» ήταν ο τίτλος στο εξώφυλλο του περιοδικού Time με ημερομηνία 11 Δεκεμβρίου 1989. Στα χαμογελαστά πρόσωπα του Τζορτζ Μπους και του Μιχαήλ Γκορπατσόφ κανένα σημάδι δεν πρόδιδε αυτό που θα συνέβαινε δύο χρόνια αργότερα: την εκκωφαντική κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτό που ο Φράνσις Φουκουγιάμα, από υπερβάλλοντα ζήλο μάλλον, διατύπωσε με τη φράση: «Ίσως να είμαστε μάρτυρες του τέλους της ίδιας της Ιστορίας». Πολλά έχουν λεχθεί για τον τελευταίο σοβιετικό ηγέτη.
Πολλά και αντιφατικά καθώς δεν έλειψαν και αυτοί που τον κατηγόρησαν για προδοσία. Σε αυτό που υποθέτω θα συμφωνήσουμε όλοι, είναι ότι ο Γκόρμπι υπήρξε ο μοιραίος άνθρωπος σε ένα από το πιο κρίσιμα σταυροδρόμια της Ιστορίας. Το αποτύπωμα του είναι ορατό και ευδιάκριτο καθώς σημάδεψε το τέλος μιας ολόκληρης εποχής. Μιας εποχής καλών προθέσεων ενδεχομένως, αλλά και εγκλημάτων εν ονόματι της κομμουνιστικής ιδεολογίας που χρησιμοποιήθηκε προς όφελος της κομματικής ελίτ. Αν δεν είχε βεβαίως σαπίσει από μέσα το οικοδόμημα του υπαρκτού σοσιαλισμού κανένας Γκορμπατσόφ, όσο χαρισματικός κι αν ήταν, δεν θα μπορούσε να διαλύσει μια υπερδύναμη όπως την ΕΣΣΔ. Αλλά το «μέσα» είχε κακοφορμίσει τόσο που χρειαζόταν μονάχα μια θρυαλλίδα για να γίνουν όλα στάχτη. Η έλλειψη υλικών αγαθών ήταν η μια όψη του νομίσματος. Η έλλειψη ελευθερίας όμως, σε ένα κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον με όρους Μεγάλου Αδελφού, ήταν η άλλη και πολύ πιο διαβρωμένη όψη της σοβιετικής πραγματικότητας.
«Μας χάρισε την ελευθερία αλλά δεν ξέραμε τι να την κάνουμε», δήλωσε ο οικονομολόγος Ρουσλάν Γκρίνμπεργκ όταν τον επισκέφθηκε τον Ιούνιο στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν. Μια πικρή αλήθεια, η οποία επιβεβαιώνεται από το μεγάλο πλιάτσικο της μετά-σοβιετικής εποχής. Ο εθνικός πλούτος κατέληξε στα χέρια μεμονωμένων προσώπων εν μία νυκτί. Οι ολιγάρχες αντικατέστησαν το κομματικό κατεστημένο και οι φτωχοί σοβόκ, οι πάλαι ποτέ κόκκινοι πολίτες, παρέμειναν υποταγμένοι στα γρανάζια του συστήματος. Μια νέα εποχή, αντίστοιχα σκοτεινή και ανελεύθερη, ξεκινά. Από το 1992 έως σήμερα, 82 δημοσιογράφοι και άνθρωποι των media έχασαν τη ζωή τους σε μια μετωπική σύγκρουση με το νέο Ρωσικό καθεστώς. «Η προπαγάνδα έχει πείσει την πλειοψηφία του ρωσικού λαού πως η δημοκρατία είναι επιβλαβής και πως οδηγεί σε κατάρρευση. Γι’ αυτό στους περισσότερους αρέσει η ιδέα μιας δικτατορίας με δημοκρατικό προσωπείο», δήλωσε ο βραβευμένος με Νόμπελ Ειρήνης δημοσιογράφος Ντμίτρι Μουράτοφ. Βρισκόμαστε πια στην εποχή Πούτιν. Του νέου Πατερούλη, ο οποίος ονειρεύεται την αναβίωση της Μεγάλης Ρωσίας, ένα κράμα τσαρικού και σοβιετικού μεγαλοϊδεατισμού κάτω από τη σιδηρά του πυγμή. Η εισβολή στην Ουκρανία αποτελεί ένα απτό δείγμα του νέου ρωσικού επεκτατισμού. Και είναι τρομακτικό, αν αναλογιστούμε ότι πάνω από 15.000 άνθρωποι έχουν συλληφθεί από την έναρξη του πολέμου, άλλοι επειδή κρατούσαν ένα λευκό χαρτί κι άλλοι ένα αντίγραφο του «Πόλεμος και Ειρήνη» του Τολστόι.
Δεν έχουν νόημα οι νεκρολογίες για τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ όταν απλώς ανασύρουν τους σκελετούς από την σοβιετική ντουλάπα. Πάνε αυτά, τα σκόρπισαν οι άνεμοι της Ιστορίας. Το σήμερα μετράει: Η δυστοπική πραγματικότητα μιας χώρας που συνεχίζει να μην γνωρίζει τι εστί δημοκρατία. Ο Γκόρμπι πριν από 30 χρόνια άλλαξε τον ρου της Ιστορίας. Απ’ εκεί και πέρα αποτελεί προσωπική ευθύνη του καθενός να επιλέξει την σωστή πλευρά της Ιστορίας.
Υ.Γ. Αντί επιμνημόσυνου λόγου, μια φωνή από «Το τέλος του κόκκινου ανθρώπου» της Σβετλάνα Αλεξίεβιτς: «…Προσπαθώ να μην είμαι σοβόκ. Τα καταφέρνω με δυσκολία. Δουλεύω σε έναν επιχειρηματία και τον μισώ. Δεν είμαι σύμφωνη με τη μοιρασιά της πίτας που λέγεται ΕΣΣΔ, με την «ιδιωτικοποίηση» της αρπαχτής. Δεν αγαπώ τους πλούσιους. Κορδώνονται στην τηλεόραση με τα παλάτια τους, με τις κάβες τους… Δεν πάει να κολυμπάνε στις χρυσές τους μπανιέρες μέσα σε γάλα. Εμένα γιατί μου το δείχνουν; Δεν ξέρω πώς να ζήσω κοντά τους. Με προσβάλλει αυτό. Με κάνει να ντρέπομαι. Δεν θα αλλάξω πια. Έχω ζήσει πάρα πολύ καιρό στον σοσιαλισμό. Σήμερα είναι καλύτερη η ζωή, αλλά πιο αντιπαθητική».