Του Σταύρου Χριστοδούλου
Χαρακτηρίστηκε –και δικαίως– απόφαση σταθμός. Αναφέρομαι στην πολυσέλιδη απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, η οποία έκρινε ένοχο τον τέως Μητροπολίτη Κιτίου Χρυσόστομο για άσεμνη επίθεση σε δεκαεξάχρονη κοπέλα το μακρινό 1981. Τα όσα καταγράφει η δικαστής Έφη Ευθυμίου είναι καθηλωτικά. Κι όχι μόνο για τη γλαφυρότητα της αφήγησης των πραγματικών περιστατικών, όπου αποκαλύπτεται η χυδαιότητα ενός υπεράνω πάσης υποψίας «ανθρώπου του Θεού». Αλλά και για τον ακραίο κυνισμό, την ξεδιαντροπιά και το θράσος ενός ιεράρχη, ο οποίος ενεργούσε χωρίς ηθικές αναστολές. Ομολογώ πως μπήκα στον πειρασμό να αναδημοσιεύσω κάποια αποσπάσματα. Εντέλει αποφάσισα όμως πως κάτι τέτοιο θα ήταν πλατσούρισμα στα λασπόνερα παρά μια πράξη ουσίας. Γι’ αυτό και σήμερα, από τις 70 σελίδες της απόφασης, επέλεξα να σταθώ σε μερικές αράδες. Αντιγράφω από τη σελίδα 68: «Η Παραπονούμενη φώναζε να της ανοίξει την πόρτα και ο Κατηγορούμενος της ανέφερε “Ό,τι έγινε εδώ, να μείνει μεταξύ μας.” και, ενώ ήταν στο γραφείο του, πάτησε ένα κουμπί, ελευθερώθηκε η πόρτα και την άνοιξε και έφυγε».
Αν κατανοήσουμε το ειδικό βάρος του «μεταξύ μας» ίσως κερδίσουμε κάτι, ως κοινωνία, από αυτή τη δυσώδη ιστορία. Γιατί το «μεταξύ μας» δεν είναι μόνο η ασπίδα ενός χυδαίου τύπου, ο οποίος εκμεταλλεύτηκε ένα ανήλικο κορίτσι. Είναι και το πέπλο της σιωπής που κάλυπτε επί δεκαετίες την ιεραρχία της Εκκλησίας, την τοπική κοινωνία και όλους όσους γνώριζαν αλλά κρατούσαν τα στόματά τους ερμητικά κλειστά. «Η Λάρνακα δεν εκπλάγηκε από την απόφαση του Δικαστηρίου. Πολλοί ήξεραν και δεν μιλούσαν» δήλωσε η γ.γ. της ΠΟΓΟ Σκεύη Κουκουμά. Αυτή η συνωμοσία σιωπής είναι μια μεγάλη στενάχωρη αλήθεια για την οποία δεν θα αποφανθεί κανένα δικαστήριο. Είναι η αλήθεια μιας κοινωνίας που δεν τολμά να συγκρουστεί και να εκθέσει τους ισχυρούς της εξουσίας. Της όποιας εξουσίας –εκκλησιαστικής, πολιτικής ή επιχειρηματικής.
Το είχα γράψει και παλιά αλλά θα επανέλθω σε ένα ενδιαφέρον παράδειγμα από τον χώρο των ΜΜΕ. Αφορά σε ένα πρόσωπο, από τα πλέον ισχυρά κάποτε στα media, για το οποίο θρυλούνταν διάφορα. Από λεκτική βία μέχρι άλλου είδους αντιδράσεις εν ονόματι της… εκρηκτικής του προσωπικότητας. Μπούρδες. Πολλοί ξέραμε, οι περισσότεροι δυστυχώς, ότι δεν ήταν μονάχα ένας ιδιοσυγκρασιακός τύπος. Στη δημοσιογραφική πιάτσα, άλλωστε, ακούγονταν σημεία και τέρατα. Ουδείς όμως τόλμησε ποτέ να καταγγείλει οτιδήποτε. Όσοι δεν του έκαναν τεμενάδες έκαναν πλάκα ή απλώς ανασήκωναν τους ώμους. Η σιωπή που λέγαμε πριν. Η αντίληψη ότι αν δεν μας αγγίζει το θέμα δεν μας αφορά. Το #MeToo άνοιξε τον ασκό του Αιόλου. Άνοιξε επίσης τα στόματα. Ευτυχώς, μας άνοιξε και τα μάτια. Ώστε να φτάσουμε στην κρίσιμη καμπή, όπου μια θαρραλέα δικαστής τολμά να συγκρουστεί με το κατεστημένο.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο απόηχος της ιστορικής απόφασης έφερε στην επιφάνεια αποκαλύψεις και για άλλες καταγγελίες εναντίον του τέως Κιτίου, ο οποίος, σύμφωνα με μαρτυρίες, όταν ταξίδευε στο εξωτερικό, έβγαζε τα ράσα εκδηλώνοντας κάθε λογής ορέξεις. Ο ρόλος ο δικός μας δεν είναι να στήσουμε λαϊκά δικαστήρια. Ούτε τα παραδοσιακά Μέσα Ενημέρωσης, αλλά ούτε και τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Υπάρχει δικαιοσύνη και μπορεί, όπως απέδειξε η δικαστής Ευθυμίου, να κάνει καλά τη δουλειά της. Αυτό που εμείς, ως κοινωνία, έχουμε χρέος να κάνουμε είναι ένα: να σπάσουμε τη σιωπή. Να υπερβούμε το «μεταξύ μας», το οποίο εκτρέφει εγκληματικές συμπεριφορές. Και ν’ απαιτήσουμε από την Εκκλησία να ασχοληθεί επιτέλους σοβαρά με τα του οίκου της, επιδεικνύοντας αποφασιστικότητα. Οι πρώτες δηλώσεις του Αρχιεπισκόπου Γεώργιου, μετά την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι ήταν ενθαρρυντικές. Όπως είπε «θα μελετήσει τρόπους με τους οποίους και η Εκκλησία θα συνεισφέρει στην καταπολέμηση εσφαλμένων νοοτροπιών, όπως π.χ. ο ανδροκεντρισμός και ο σεξισμός, οι οποίες προάγουν κακοποιητικές συμπεριφορές εναντίον των γυναικών». Όλα τα βλέμματα τώρα πια είναι στραμμένα στην Ιερά Σύνοδο, η οποία θα αποφανθεί για τον τέως Κιτίου στις 16 Ιουνίου. Η καθαίρεση δεν είναι καν επιλογή, είναι μονόδρομος.