Του Σταύρου Χριστοδούλου
Η πατρότητα του τίτλου δεν μου ανήκει. Έτσι χαρακτηρίζει τον Ραδιομαραθώνιο η Κυπριακή Συνομοσπονδία Οργανώσεων Αναπήρων σε μια ανακοίνωση-καταπέλτη, το πιο πολιτικό κείμενο κατά την άποψή μου που κυκλοφόρησε τη βδομάδα που πέρασε. Πολιτικό γιατί αγγίζει τόσο το ευαίσθητο θέμα των δικαιωμάτων συμπολιτών μας με αναπηρίες, όσο και τις ευθύνες της Πολιτείας. Τρία τα εύλογα ερωτήματα που τίθενται στην ανακοίνωση: «Ποιοι στηρίζουν και συμμετέχουν τελικά στον Ραδιομαραθώνιο; Ποιοι είναι οι διοργανωτές και αυτοί που διαχειρίζονται τις εισπράξεις; Ποιοι είναι αυτοί που επωφελούνται από τον Ραδιομαραθώνιο;».
Το ΡΙΚ μπαίνει στο στόχαστρο των Οργανώσεων ατόμων με αναπηρίες, καθώς είναι ο απόλυτος πρωταγωνιστής της διοργάνωσης. Δεν θα σχολιάσω εδώ το μελό ύφος και τις υπερβολές από ραδιοφώνου, γιατί έτσι κι αλλιώς δεν θα ιδρώσει κανενός το αφτί. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον θεωρώ ότι έχει η ουσία την οποία αναδεικνύει η ΚΥ.Σ.Ο.Α., κατηγορώντας τη διεύθυνση του Ιδρύματος ότι: «… κατά παράβαση της εθνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας και των Γενικών Αρχών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αρνείται να διασφαλίσει ότι οι υπηρεσίες του καθίστανται συνεχώς και προοδευτικά ολοένα και περισσότερο προσβάσιμες σε άτομα με αναπηρίες με υποτιτλισμό προγραμμάτων, νοηματική γλώσσα, ακουστική περιγραφή και προφορικό υποτιτλισμό, αποκλείοντας πλήρως τους πολίτες με αισθητηριακές αναπηρίες από τα τηλεοπτικά τους προγράμματα». Επιπλέον υπάρχει και η πρόσφατη υπόθεση της συναδέλφου Δέσποινας Ρούσου με τον ανάλγητο χειρισμό του ΡΙΚ. Αναρωτιέμαι αλήθεια, αυτοί που ολοφύρονταν επί δύο ημέρες στον αέρα, όταν αντικρίσουν τη Δέσποινα θα κατεβάσουν τα μάτια τους από ντροπή; Γιατί καλά τα πανηγύρια και οι μελοδραματισμοί, αλλά υπάρχει ένα όριο στην υποκρισία. Η Κύπρος είναι μικρή και γνωριζόμαστε.
Το πρόβλημα όμως με την ελεημοσύνη στη «γιορτή της επαιτείας» δεν περιορίζεται στο ΡΙΚ. Ακόμα σοβαρότερη είναι η οικονομική διάσταση αυτής της θλιβερής ιστορίας. Αναφέρει η ανακοίνωση της ΚΥ.Σ.Ο.Α.: «… έδωσαν €88.000 σε παιδιά με “προβλήματα υγείας”, ποσοστό που ανέρχεται στο 20% των περσινών εισπράξεων του Ραδιομαραθωνίου, που είναι σταγόνα στον ωκεανό, αν αναλογιστεί κανείς ότι ο προϋπολογισμός του κράτους είναι περισσότερο από 15 δισ. ευρώ και πολύ εύκολα θα μπορούσε να καλυφθεί από τα ταμεία του κράτους».
Την Τρίτη το βράδυ, λίγο πριν από τις οκτώ, άκουγα στο Τρίτο κάποιον να εξηγεί ότι ναι μεν δεν διατέθηκε ολόκληρο το ποσό της περσινής διοργάνωσης αλλά να μην ανησυχούμε, γιατί η διαχειριστική επιτροπή αποτελείται από σοβαρά άτομα οπότε θα μοιράσουν τα λεφτά στο μέλλον. Η απάντηση σε αυτές τις αδιανόητες δηλώσεις είναι πρώτον ντραπείτε και δεύτερον μαζευτείτε. Αποτελεί πρόκληση για μια πολιτισμένη κοινωνία, όχι μόνο η κακόγουστη εκμετάλλευση συνανθρώπων μας, αλλά και η κακοδιαχείριση χρημάτων που συγκεντρώνονται από τις εισφορές του κόσμου.
Πρέπει να μπει μια τελεία σε αυτή την ιστορία και πρέπει να μπει άμεσα. Τώρα που είναι ζεστό το θέμα, αλλιώς του χρόνου έτσι καιρό τα ίδια θα συζητάμε. Θεωρώ σημαντικό ότι υπήρξε αντίδραση από ένα μεγάλο κοινοβουλευτικό κόμμα, το ΑΚΕΛ, προσθέτοντας θεσμικό βάρος στη διαμαρτυρία των άμεσα επηρεαζόμενων ΑΜΕΑ. Υποχρέωση έχουν να τοποθετηθούν και τα άλλα κόμματα, αλλά βεβαίως και η κυβέρνηση ως η καθ’ ύλην αρμόδια για την άσκηση κοινωνικής πολιτικής.
Ο Ραδιομαραθώνιος έκανε τον κύκλο του και κάποιος πρέπει να έχει το θάρρος να σφυρίξει τη λήξη. Όταν ξεκίνησε η διοργάνωση, πριν από 33 τόσα χρόνια, οι προθέσεις ήταν αγαθές. Άνθρωποι με όραμα και επιθυμία να σπάσουν παγιωμένα κοινωνικά ταμπού και προκαταλήψεις βγήκαν μπροστά για να ευαισθητοποιήσουν το κοινό. Από τότε όμως, κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι.
Το 2023 απαιτεί σοβαρότητα και συγκροτημένες κυβερνητικές πολιτικές. Το αφήγημα περί υπερανθρώπων με «ειδικές ικανότητες» είναι το λιγότερο παρωχημένο. Όπως σημειώνουν αυτοί που άμεσα επηρεάζονται πρόκειται για «ραδιομαραθωνικές πολιτικές που συμβάλλουν στο διαχωρισμό, ιδρυματοποίηση, αποκλεισμό, περιθωριοποίηση, στιγματισμό, εξευτελισμό και απαξίωση των παιδιών και ενηλίκων με αναπηρίες και στη βάναυση καταπάτηση των δικαιωμάτων τους». Όσοι εμπλέκονται στον Ραδιομαραθώνιο, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, οφείλουν να ακούσουν αυτή τη φωνή διαμαρτυρίας και να τη λάβουν σοβαρά υπόψιν.