ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Το εσωτερικό παιχνίδι

Του Παναγιώτη Χριστιά

Του Παναγιώτη Χριστιά

Το 1974, ο Timothy Gallway, πτυχιούχος Παιδαγωγικής του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ και για πολλά χρόνια προπονητής του τένις στο πανεπιστήμιο αυτό, εξέδωσε ένα βιβλίο με τίτλο «Το εσωτερικό παιχνίδι του τένις». Ο Gallway ξεκίνησε παρατηρώντας τους παίκτες την ώρα που παίζουν. Όλοι έχουμε δει σπουδαίους παίκτες να εκνευρίζονται με ένα κακό χτύπημα, να ωρύονται εντός του γηπέδου, να πετάνε μπαλάκια ή και ρακέτες, ή και να σπάνε ρακέτες με οργή στο δάπεδο.

Όσοι παίζουν τένις στους διάφορους ομίλους μπορούν να φέρουν στο μυαλό τους πρόχειρα παραδείγματα συμπαικτών να ασκούν δριμεία κριτική στον εαυτό τους, χαρακτηρίζοντας τον άχρηστο, άσχετο, ανίκανο ή και ηλίθιο, μετά από ένα λάθος χτύπημα. Σε κάθε περίπτωση, παρατηρεί ο Gallway, φαίνεται σαν ο εαυτός μας να απευθύνεται σε κάποιον άλλο. Αυτός ο κάποιος στον οποίον οι παίκτες συνειδητά απευθύνονται είναι εκείνος που βρίσκεται στο γήπεδο του τένις και παίζει στην ουσία το εξωτερικό παιχνίδι, αυτό που όλοι βλέπουμε. Αντίθετα, το αθέατο εσωτερικό παιχνίδι είναι αυτό «που παίζεται μέσα στο μυαλό του παίκτη, ο οποίος προσπαθεί να αντισταθεί σε εμπόδια όπως τα κενά προσοχής, η νευρικότητα, η αβεβαιότητα και η αυτοκαταδίκη. Με δυο λόγια, το εξωτερικό παιχνίδι παίζεται για να ξεπεράσουμε τις συνήθειες του μυαλού που εμποδίζουν τη βέλτιστη επίδοση» (Εκδ. Opera, Αθήνα 2019). Ο συγγραφέας, με βάση τον διάλογο τον οποίο οι παίκτες ανοίγουν με τον εαυτό τους κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, ονομάζει «εαυτό 1» το συνειδητό κομμάτι του εαυτού μας που ασκεί κριτική στον «εαυτό 2», το μη συνειδητό κομμάτι του εαυτού μας, το εκπαιδευμένο σώμα μας δηλαδή που παίζει τένις. Η κριτική, οι παροτρύνσεις, οι οδηγίες που δίνει ο εαυτός 1 στον εαυτό 2 κατά τη διάρκεια του ματς, εμποδίζουν στην ουσία τον εαυτό 2 να παίξει το καλύτερό του τένις. Επομένως για να κερδίζει ο παίκτης του τένις το εξωτερικό παιχνίδι, πρέπει πρώτα να τιθασεύσει τον ενσυνείδητο και κριτικό εαυτό του στο εσωτερικό παιχνίδι.

Ο συγγραφέας παρουσιάζει διάφορους τρόπους με τους οποίους ένας παίκτης μπορεί να αποκοιμίσει το συνειδητό κομμάτι του εαυτού του κατά τη διάρκεια του ματς ώστε το μη συνειδητό κομμάτι του να παίξει το πραγματικό τένις, αυτό που μπορεί καλύτερα να παίξει και όχι αυτό που φαντάζεται ή που πιστεύει ότι πρέπει να παίξει ο συνειδητός εαυτός. Μάλιστα, ο εαυτός 1 έχει την τάση να κοιτάζει αφ’ υψηλού τον ταπεινό εαυτό 2, να τον εξευτελίζει, να τον μειώνει, τη στιγμή που ο εαυτός 2 καταβάλλει φιλότιμες προσπάθειες να κερδίσει τον εξωτερικό του αντίπαλο. Το φαινόμενο που παρατηρεί ο συγγραφέας δεν ισχύει μόνο για το παιχνίδι του τένις. Ισχύει για κάθε δυαδική σχέση όπου το ένα μέρος διαδραματίζει τον ρόλο του κριτή και το άλλο του κρινόμενου. Ισχύει πρωτίστως για τη σχέση ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά τους, όπως και ανάμεσα στους δασκάλους και τους μαθητές τους. Πολύ συχνά γονείς και δάσκαλοι ξεχνούν ότι έχουν απέναντί τους την πιο εξελιγμένη βιολογική μηχανή της φύσης, προικισμένης με αξιοθαύμαστες ικανότητες μάθησης, μίμησης κι αυτοβελτίωσης. Πέρα από την ταπεινότητα που οφείλει να επιδεικνύει ο κριτής, είτε πρόκειται για τον εαυτό 1 στο τένις, είτε πρόκειται για τον δάσκαλο ή τον γονέα στο σχολείο ή στο σπίτι, οφείλει επίσης να αποδεχθεί τον παράπλευρο και συχνά αρνητικό ρόλο τον οποίο παίζει ο ίδιος κατά τη διαδικασία της μάθησης.

Ο Descartes μάς έμαθε ότι κάθε άνθρωπος διαθέτει έμφυτη την ικανότητα για λογική σκέψη. Τα δε παιδιά παρουσιάζουν μια θαυμαστή ικανότητα να μαθαίνουν στα πρώτα δύο-τρία χρόνια της ζωής τους μια τεράστια γκάμα από δεξιότητες, ικανότητες, πληροφορίες και γνώσεις. Μαθαίνουν να περπατούν χωρίς να τους έχει εξηγήσει κάποιος πώς να το κάνουν. Μαθαίνουν να μιλούν χωρίς να τους έχει διδάξει κάποιος τους κανόνες της ομιλίας. Όσες δε γλώσσες ακούσει το παιδί να μιλάνε γύρω του, τόσες θα μιλήσει. Αυτό αποδεικνύει ότι η φύση κάνει καλά τη δουλειά της, διδάσκει με ορθό τρόπο τα παιδιά, γιατί τα διδάσκει με τη δική της μέθοδο. Από τη στιγμή βέβαια που αναλαμβάνει την εκπαίδευσή τους ο γονέας, ο δάσκαλος ή ο εαυτός 1, η διδασκαλία και η μάθηση συχνά παρεκτρέπονται από τη φυσική μέθοδο με τα ολέθρια αποτελέσματα που γνωρίζουμε από τις διάφορες διαρκείς αξιολογήσεις. Ο συγγραφέας, σε ό,τι αφορά τη διδασκαλία του τένις, προτείνει ένα εναλλακτικό μοντέλο εκμάθησης, πιο κοντά στη φυσική μέθοδο. Αντί να εξηγήσεις για παράδειγμα σε έναν μαθητή με λόγια και υποδείξεις πώς να χτυπήσει την μπάλα, τον προτρέπεις να παρατηρήσει κάποιον που το κάνει σωστά, έπειτα να φανταστεί τον εαυτό του να το κάνει σωστά, και τέλος να προσπαθήσει να επαναλάβει την εικόνα αυτή. Κάθε φορά που θα κάνει μια σωστή κίνηση, ο δάσκαλος του τένις θα ενθαρρύνει τον μαθητή του να συγκρατεί την αίσθηση που του άφησε η κίνηση αυτή. Σκοπός πλέον για τον μαθητή είναι η αναπαραγωγή της αίσθησης της σωστής κίνησης. Αν τα παιδιά μαθαίνουν με εντυπωσιακούς ρυθμούς μέσω των εικόνων και των αισθήσεων, τότε γιατί οι ενήλικες επιμένουν να χρησιμοποιούν ως κύριο μέσο διδασκαλίας την περιγραφική γλώσσα; Άραγε με μια κατάλληλη χρήση των δυνατοτήτων που προσφέρουν οι υπολογιστές και η τεχνητή νοημοσύνη, θα μπορούσαμε να επιστρέψουμε στη μέθοδο με την οποία διδάσκει η φύση;    

Ο κ. Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Παναγιώτη Χριστιά

Παναγιώτης Χριστιάς: Τελευταία Ενημέρωση