
Δημήτρης Αθηνάκης
Θα ήταν άλλη μία κλασική αμερικανική (ή τραμπική) δραμεντί, αν δεν επρόκειτο για πολιτισμικό πόλεμο. Εναν πόλεμο ανάμεσα στην κυβέρνηση Τραμπ –που έχει ορκιστεί να καταστείλει «παράνομες διακρίσεις» και «ξένη επιρροή»– και το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, που έχει ορκιστεί να τηρήσει τις αξίες, την ελευθερία του λόγου και τη διοικητική και διανοητική αυτονομία του.
Μία επίσημη επιστολή, μία επίσημη ανταπάντηση, μία απαίτηση δημόσιας απολογίας, μία ανασύνταξη των ιδρυμάτων. Με την πρώτη ματιά, μπορεί να φαίνεται σαν ένα τυπικό επεισόδιο στους μακροχρόνιους «πολέμους» των αμερικανικών πανεπιστημίων. Εδώ, όμως, πρόκειται για κάτι διαφορετικό. Τα διακυβεύματα είναι υψηλότερα, η πίεση πιο άμεση και οι επιπτώσεις –για την ακαδημαϊκή ελευθερία, την ομοσπονδιακή εξουσία και το μέλλον των ελίτ ιδρυμάτων– είναι τεράστιες.
Η σπίθα
Ο άμεσος καταλύτης των εξελίξεων εμφανίστηκε με τη μορφή πεντασέλιδης επιστολής που έστειλε η κυβέρνηση Τραμπ στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ στις 11 Απριλίου 2025. Εκδόθηκε από το υπουργείο Παιδείας και συνυπογράφηκε από αξιωματούχους των υπουργείων Δικαιοσύνης και Υγείας. Η επιστολή κατηγορούσε το Χάρβαρντ ότι καλλιεργεί ένα περιβάλλον εχθρικό προς τους Εβραίους φοιτητές, δεν προστατεύει τους φοιτητές από εκφοβισμό και επιτρέπει στην ξένη επιρροή να διαμορφώσει την ερευνητική και ακαδημαϊκή του κουλτούρα.
Η επιστολή πρότεινε –αν όχι επέβαλλε– μια σειρά από γενικευμένες απαιτήσεις. Μεταξύ αυτών:
• κατάργηση όλων των γραφείων Διαφορετικότητας, Ισότητας και Ενταξης (DEI),
• καθιέρωση ελέγχων προσλήψεων διδακτικού προσωπικού,
• εποπτεία των προσφερόμενων μαθημάτων στην πανεπιστημιούπολη,
• μεταρρύθμιση προγραμμάτων με κραυγαλέα στοιχεία αντισημιτισμού ή άλλης προκατάληψης,
• προστασία πληροφοριοδοτών που επισημαίνουν μη εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων.
Το τελεσίγραφο ήταν σαφές: είτε θα συμμορφωθείτε είτε θα διακινδυνεύσετε την απώλεια 2,2 δισ. δολαρίων από την ομοσπονδιακή χρηματοδότηση έρευνας, συμβάσεων και φορολογικής εξαίρεσης. Σύμφωνα με την κυβέρνηση, οι πολιτικές του Χάρβαρντ αποτελούσαν συνεχιζόμενη παραβίαση των συνταγματικών και πολιτικών δικαιωμάτων και ενδέχεται να αποτελέσουν λόγους νομικής παρέμβασης.
Τρεις ημέρες αργότερα, ο πρόεδρος του Χάρβαρντ, δρ Αλαν Γκάρμπερ, εξέδωσε δημόσια απάντηση που άφησε άναυδους ακόμα και τους στενούς παρατηρητές του πανεπιστημίου. Σε μια αιχμηρή επιστολή της 14ης Απριλίου, απέρριψε κατηγορηματικά τα αιτήματα της κυβέρνησης.
«Δεν μπορούμε και δεν θα δεχτούμε τις πρωτοφανείς δηλώσεις κυριαρχίας της κυβέρνησης, αποδεσμευμένες από τον νόμο, για τον έλεγχο της διδασκαλίας και της μάθησης στο Χάρβαρντ. Προχωράμε τώρα, όπως πάντα, με την πεποίθηση ότι η ατρόμητη και απεριόριστη επιδίωξη της αλήθειας απελευθερώνει την ανθρωπότητα – και με πίστη στη διαρκή υπόσχεση, που κρατούν τα κολέγια και τα πανεπιστήμια της Αμερικής για τη χώρα μας και τον κόσμο μας».
Η άρνηση του Γκάρμπερ σηματοδότησε μια στιγμή θεσμικής ανυπακοής. «Το πανεπιστήμιο δεν θα εκχωρήσει την ανεξαρτησία του ούτε θα παραιτηθεί από τα συνταγματικά του δικαιώματα».
Η αντιπαράθεση κλιμακώθηκε γρήγορα. Το ίδιο βράδυ, ο Ντόναλντ Τραμπ απευθύνθηκε στο Truth Social για να εντείνει την πίεση: «Το Χάρβαρντ είναι μια ΑΝΟΗΣΙΑ, διδάσκει μίσος και βλακεία και δεν θα έπρεπε πλέον να λαμβάνει ομοσπονδιακά κεφάλαια». Και ο Λευκός Οίκος απαίτησε δημόσια απολογία.
Αλλά αυτό δεν ήταν εξαίρεση. Οι σπόροι αυτής της αντιπαράθεσης είχαν καλλιεργηθεί χρόνια νωρίτερα.
Κρατάει χρόνια αυτή η κολόνια
Κατά τη διάρκεια της πρώτης του θητείας, ο Τραμπ στοχοποιούσε συχνά ελίτ πανεπιστήμια. Απείλησε να ανακαλέσει τις βίζες για τους διεθνείς φοιτητές κατά τη διάρκεια της πανδημίας, επιτέθηκε σε ιδρύματα που προωθούσαν την κριτική θεωρία της φυλής και περιέκοψε τα ομοσπονδιακά κονδύλια σε πανεπιστήμια που κατηγορούνταν ότι προωθούσαν αριστερή ιδεολογία.
Το 2020, η κυβέρνησή του ξεκίνησε έρευνα για τα πολιτικά δικαιώματα στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, αφού ο πρόεδρός του αναγνώρισε δημόσια τον δομικό ρατσισμό – μια κίνηση που ανησύχησε τους ειδικούς της Πρώτης Τροπολογίας.
Η τρέχουσα αντιπαράθεση στο Χάρβαρντ αντιπροσωπεύει μια σημαντική κλιμάκωση – όχι μόνο μια σύγκρουση ρητορικής, αλλά μια άμεση προσπάθεια να δημιουργηθεί άμεση εξάρτηση των δισ. της ομοσπονδιακής χρηματοδότησης από την ιδεολογική και δομική συμμόρφωση. Για τους υποστηρικτές του Τραμπ, πρόκειται για καθυστερημένη κίνηση· για τους επικριτές του, για συνταγματική κρίση.
Καθώς οι νομικοί, το διδακτικό προσωπικό και τα αδελφά πανεπιστήμια αρχίζουν να παίρνουν θέση, το ερώτημα δεν είναι πλέον αν το Χάρβαρντ θα υποχωρήσει. Είναι αν η κυβέρνηση θα ακολουθήσει και τι προηγούμενο θα μπορούσε να δημιουργήσει αυτό για κάθε άλλο ίδρυμα που έχει θέσει στο στόχαστρό της.
Το Χάρβαρντ στο στόχαστρο
Ακόμα και πριν φτάσει η επιστολή των προηγούμενων ημερών, το Χάρβαρντ είχε καταστεί κάτι σαν αλεξικέραυνο στον εντεινόμενο πολιτισμικό πόλεμο για την ελευθερία του λόγου, τον αντισημιτισμό και την εξουσία των ιδρυμάτων της ελίτ. Αυτό που πυροδότησε η επιστολή της κυβέρνησης Τραμπ ήταν η πιο επιθετική μέχρι τούδε προσπάθεια να μετατραπεί η μακροχρόνια δυσαρέσκεια σε δράση εκ μέρους της ομοσπονδιακής κυβέρνησης.
Τα προβλήματα του πανεπιστημίου άρχισαν να κλιμακώνονται στα τέλη του 2023, αφού φοιτητικές ομάδες καταδίκασαν δημόσια τις στρατιωτικές ενέργειες του Ισραήλ στη Γάζα μετά την επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου. Μια ευρέως διαδεδομένη δήλωση της Επιτροπής Αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη κατηγόρησε το Ισραήλ για την εκτυλισσόμενη βία. Αν και το πανεπιστήμιο διευκρίνισε ότι οι απόψεις των φοιτητών δεν αντιπροσώπευαν θεσμικές θέσεις, η αντίδραση ήταν άμεση.
Δεκάδες εξέχοντες δωρητές και απόφοιτοι –συμπεριλαμβανομένου του δισεκατομμυριούχου Μπιλ Ακμαν– απαίτησαν λογοδοσία από το ίδρυμα. Αλλοι, συμπεριλαμβανομένου του Ιδρύματος Γουέξνερ, διέκοψαν εντελώς τους δεσμούς με το Χάρβαρντ. Ο Ακμαν ζήτησε μέχρι και τη δημοσιοποίηση των ονομάτων των φοιτητών που συνδέονται με τα γεγονότα, μια κίνηση που καταδικάστηκε ευρέως ως εμφανώς τιμωρητική και οπωσδήποτε επικίνδυνη.
Στη συνέχεια, ακολούθησε η ακρόαση του Κογκρέσου στις 5 Δεκεμβρίου. Oταν η τότε πρόεδρος Κλοντίν Γκέι κατέθεσε μαζί με τους προέδρους του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια και του ΜΙΤ, η άρνησή της να απαντήσει άμεσα στο ερώτημα αν η έκκληση για γενοκτονία των Εβραίων παραβίαζε τους κανόνες του Χάρβαρντ προκάλεσε οργή. Η φράση της –«εξαρτάται από τα συμφραζόμενα»– αναμεταδόθηκε σε όλα τα εθνικά μέσα ενημέρωσης και έγινε σημείο ανάφλεξης. Μέσα σε ένα μήνα, η Γκέι παραιτήθηκε εν μέσω κατηγοριών για λογοκλοπή και «εξέγερσης» των δωρητών, καθιστώντας την πρόεδρο με τη μικρότερη θητεία στην ιστορία του Χάρβαρντ.
Μέχρι την εποχή που ο Αλαν Γκάρμπερ ανέλαβε προσωρινά καθήκοντα προέδρου τον Ιανουάριο του 2024, το Χάρβαρντ είχε ήδη γίνει, στα μάτια των επικριτών του, εμβληματική θεσμική αποτυχία: κωλυσιεργούσε στην καταδίκη του αντισημιτισμού, έσπευδε να προστατεύσει τον αμφιλεγόμενο λόγο καθηγητών και φοιτητών, ενώ είχε παρασυρθεί από την ηθική ασυνέπεια των ελίτ.
Οι Ρεπουμπλικανοί είχαν επίσης θέσει τις βάσεις για άμεση παρέμβαση. Τον Φεβρουάριο του 2024, οι Ρεπουμπλικανοί της Βουλής των Αντιπροσώπων ξεκίνησαν έρευνα για τον αντισημιτισμό στο Χάρβαρντ, το Κολούμπια και το Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια. Τον Μάρτιο, οι αξιωματούχοι της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ άρχισαν τις πιέσεις προς τα ελίτ ιδρύματα.
Μέχρι τον Απρίλιο, όταν έφτασε η επιστολή της κυβέρνησης, δεν επρόκειτο μόνο περί πολιτικής – ήταν και ζήτημα γοήτρου. Το Χάρβαρντ είχε καταστεί συμπυκνωμένο σύμβολο όλων όσα αντιτίθενται στο κίνημα του Τραμπ: πολιτιστικός ελιτισμός, προγράμματα ισότητας των φύλων, παγκόσμιος φιλελευθερισμός και θεσμική αυτονομία.
«Τα πανεπιστήμια κάνουν διακρίσεις κατά των Εβραίων. Είναι πολύ επικίνδυνα μέρη», δήλωσε ο γερουσιαστής Τζος Χόλεϊ σε πρόσφατη εμφάνισή του στο Fox News. «Και όλα αυτά, χρηματοδοτούνται από τον Αμερικανό φορολογούμενο».
Μέσα σε αυτό το αφήγημα, οι απαιτήσεις της ομοσπονδιακής κυβέρνησης –όσο εξτρεμιστικές κι αν φαίνονται– αποκτούν αργά και σταθερά μια… λογική. Το Χάρβαρντ δεν παρουσιάζεται ως ιδιωτικό ίδρυμα με συνταγματικά δικαιώματα, αλλά ως δημόσια απειλή που απαιτεί ομοσπονδιακή διόρθωση.
Ο κίνδυνος, υποστηρίζουν οι επικριτές, είναι ότι αυτό που διατυπώνεται ως αγώνας κατά της προκατάληψης ή του αντισημιτισμού είναι στην πραγματικότητα μια πολιτική κατάληψη εν εξελίξει.
Από την άλλη, βέβαια, ο Νόα Φέλντμαν, καθηγητής Νομικής στο Χάρβαρντ και επικριτής του Ντόναλντ Τραμπ, δήλωσε ότι ήταν λογικό για το Χάρβαρντ, ή για οποιοδήποτε πανεπιστήμιο, να προσπαθήσει να διαπραγματευτεί μια λύση με την κυβέρνηση Τραμπ, δεδομένης της αυθαίρετης φύσης των ενεργειών του προέδρου κατά της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και του αριθμού των θέσεων εργασίας που διακυβεύονται.
«Μερικές φορές, οι άνθρωποι που δεν βλέπουν την ώρα να ξεσηκωθεί το πανεπιστήμιο και να κάνει μεγαλεπήβολες δηλώσεις έχουν μιαν ελαφρώς μη ρεαλιστική αντίληψη για το ποιο θα ήταν το πραγματικό αποτέλεσμα αυτών των δηλώσεων», έχει πει ο ίδιος στους New York Times.
Αυτή η μετατόπιση, πάντως, από τις διαμαρτυρίες στον άμεσο ομοσπονδιακό έλεγχο είναι αυτό που κάνει αυτό το κεφάλαιο να ξεχωρίζει. Το Χάρβαρντ έχει βρεθεί στο στόχαστρο και στο παρελθόν. Τώρα, για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία, κάποιος πατάει τη σκανδάλη.
Εγχειρίδιο Τραμπ: Η εκπαίδευση ως… θέατρο πολιτικής
Η σύγκρουση με το Χάρβαρντ δεν είναι κάτι το ασυνήθιστο. Είναι ένα έργο βγαλμένο απευθείας από το πολιτικό εγχειρίδιο του Ντόναλντ Τραμπ. Από την πρώτη του εκστρατεία το 2015, ο Τραμπ έχει αντιμετωπίσει τα κορυφαία ιδρύματα όχι απλώς ως σύμβολα της κατεστημένης εξουσίας, αλλά ως αντιπάλους που πρέπει να αποδυναμωθούν, να αναδιαμορφωθούν ή να ταπεινωθούν δημόσια. Το 2025, η τριτοβάθμια εκπαίδευση –και ιδιαίτερα το Χάρβαρντ– έχει γίνει κεντρική σκηνή γι’ αυτήν την παράσταση.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης του θητείας, ο Τραμπ στοχοποίησε επανειλημμένα τα πανεπιστήμια ως εστίες αναπαραγωγής της αριστερής ιδεολογίας. Το 2020, η κυβέρνησή του απείλησε να ανακαλέσει τις βίζες για τους διεθνείς φοιτητές εάν τα μαθήματα διεξάγονταν διαδικτυακά λόγω της COVID-19, μια κίνηση που αργότερα ανακλήθηκε έπειτα από νομικές προσφυγές.
Είχε, μάλιστα, ήδη εκδώσει εκτελεστικό διάταγμα για τη μείωση της χρηματοδότησης της έρευνας σε ιδρύματα που, κατά την άποψή του, δεν προστάτευαν την ελευθερία του λόγου για τους συντηρητικούς. Και ξεκίνησε έρευνες για τα πολιτικά δικαιώματα εναντίον πανεπιστημίων όπως το Πρίνστον, κατηγορώντας τα ότι καλλιεργούν «αντιαμερικανικά αισθήματα».
Σε εκδήλωση στον Λευκό Οίκο, το 2020, είχε κατηγορήσει άμεσα το σχολικό πρόγραμμα σπουδών για τη βία που προέκυψε από ορισμένες διαμαρτυρίες κατά της αστυνομικής βίας, λέγοντας ότι «οι αριστερές ταραχές και το χάος είναι άμεσο αποτέλεσμα δεκαετιών αριστερής κατήχησης στα σχολεία μας».
Το 2025 και τα διακυβεύματα έχουν αυξηθεί. Η δεύτερη προεδρική θητεία του Τραμπ έχει αναβαθμίσει τη ρητορική λάσπη κατά των πανεπιστημίων σε εφαρμόσιμο στόχο. Η γλώσσα έχει σκληρύνει: δεν αφορά πλέον «φιλελεύθερη προκατάληψη», αλλά «ξένη επιρροή», «παραβιάσεις πολιτικών δικαιωμάτων» και «ιδεολογική τυραννία». Και σε αντίθεση με την πρώτη θητεία, ο Τραμπ είναι πλέον ευθυγραμμισμένος με ένα ευρύτερο συντηρητικό κίνημα που έχει χτίσει μια συστηματική στρατηγική για την αντιμετώπιση της εκπαίδευσης.
Ο κυβερνήτης της Φλόριντα, Ρον ΝτεΣάντις, παρείχε το… πρότυπο. Το 2023, αντικατέστησε το διοικητικό συμβούλιο του New College της Φλόριντα με ιδεολογικούς συμμάχους, διέλυσε τα γραφεία του DEI και αναθεώρησε τα προγράμματα σπουδών για να δώσει έμφαση στην «κλασική εκπαίδευση». Αυτό που ξεκίνησε ως ένα πείραμα σε πολιτειακό επίπεδο κέρδισε γρήγορα την εθνική προσοχή.
Και δεν πρόκειται απλώς για λεκτικά πυροτεχνήματα. Δεξαμενές σκέψης που συνδέονται με τον Τραμπ, όπως το Heritage Foundation, έχουν δημοσιεύσει οδικούς χάρτες που περιγράφουν πώς μια μελλοντική κυβέρνηση θα μπορούσε να αξιοποιήσει την εκτελεστική εξουσία για να αναδιαμορφώσει την εκπαίδευση.
Για τους επικριτές του Τραμπ, αυτή είναι μια ολομέτωπη επίθεση στην ακαδημαϊκή ελευθερία. Για τη βάση του, είναι δικαιοσύνη – που επιτέλους αποδόθηκε σε έναν πύργο που θεωρείτο για καιρό ανέγγιχτος.
Και για τον ίδιο τον Τραμπ, η πολιτική ανταμοιβή είναι σαφής: σε μιαν εκστρατεία που βασίζεται στη σύγκρουση, το Χάρβαρντ είναι ο τέλειος ανταγωνιστής – ισχυρό, ελίτ, ανθεκτικό και τώρα προκλητικό.
Τι έπεται
Η υπόθεση κινείται τώρα προς μια αναμενόμενη νομική αναμέτρηση. Αυτό που εκτυλίσσεται δεν είναι απλώς μια μάχη μεταξύ ενός προέδρου και ενός πανεπιστημίου. Είναι μια καθοριστική δοκιμασία για το εάν η αμερικανική τριτοβάθμια εκπαίδευση θα παραμείνει αυτόνομη ή εάν η ομοσπονδιακή εξουσία θα χρησιμοποιηθεί για τον ανασχεδιασμό των αξιών της.
Πολλά ελίτ πανεπιστήμια αντιδρούν και συντάσσονται με το Χάρβαρντ ή διαπραγματεύονται με την κυβέρνηση. Οι δύο πλευρές έχουν ξεσπαθώσει. Ο αναβρασμός δεν θα υποχωρήσει εύκολα.
Για το Χάρβαρντ και τα υψηλού προφίλ ιδρύματα, οι κίνδυνοι δεν είναι μόνο νομικοί ή οικονομικοί. Παρασύρεται και η φήμη τους, και αυτό απαιτεί στρατηγικό αλλά και φιλοσοφικό αναστοχασμό.
Είναι εις θέσιν τα ιδρύματα να διατηρήσουν τη θέση τους χωρίς να αποξενώσουν μετριοπαθείς αποφοίτους, δωρητές και καθηγητές; Μπορούν να υπερασπιστούν την έκφραση των φοιτητών χωρίς να φαίνονται αδιάφορα για τον αντισημιτισμό για τον οποίον κατηγορούνται; Είναι δυνατόν να αντιδράσουν χωρίς να επηρεάσουν άμεσα το τραμπικό αφήγημα;
Για τον ευρύτερο ακαδημαϊκό κόσμο, το ερώτημα είναι ακόμα πιο έντονο: αν το πιο ισχυρό πανεπιστήμιο στην Αμερική μπορεί να απειλείται με ιδεολογική συμμόρφωση, ποια ελπίδα υπάρχει για τα υπόλοιπα;
Οπως όλα δείχνουν, δεν αρκεί πλέον τα πανεπιστήμια να διεκδικούν την ανεξαρτησία τους. Πρέπει τώρα και να την υπερασπιστούν – δημόσια, στο δικαστήριο και, φυσικά, εν μέσω διασταυρούμενων πυρών.