Του Παναγιώτη Χριστιά
Πόσο προσαρμοσμένα είναι τα μονοθεϊστικά θρησκευτικά ηθικά συστήματα στις ηθικές απαιτήσεις της υπερπολύπλοκης παγκοσμιοποιημένης σύγχρονης κοινωνίας; Ο Χριστιανισμός, ως ουσιαστική απάντηση στις απαιτήσεις της ελληνορωμαϊκής κοινωνίας, κατόρθωσε να συγκεράσει τη φιλοσοφική σκέψη της εποχής του με την πίστη σε έναν μοναδικό Θεό, προσωποποίηση του αγαθού. Ο Απόστολος Παύλος, ο πραγματικός ιδρυτής της πρώτης οικουμενικής αυτής θρησκευτικής φιλοσοφίας, και οι «ελληνιστές», οι εξελληνισμένοι Εβραίοι της ελληνορωμαϊκής διασποράς, όπως ο Λουκάς, συνέβαλαν ουσιαστικά στο έργο της συγκρότησης του πρώτου χριστιανικού ηθικού δόγματος. Κατάφεραν κάτι που, σε σχέση με τις υπόλοιπες παγανιστικές θρησκείες της εποχής του, ήταν επαναστατικό. Αποδέσμευσαν το πρώιμο χριστιανικό πνεύμα από την εποχή του. Για να καταφέρουν κάτι τέτοιο, ανέπτυξαν μια εννοιολογική μηχανική, ικανή να εξελίσσεται και να αυτοπροσδιορίζεται σε κάθε νέα απαίτηση της χριστιανικής πολιτικής κοινωνίας.
Καταρχάς, απελευθέρωσαν το δόγμα από τοπικούς, χρονικούς, γλωσσικούς ή άλλους περιοριστικούς προσδιορισμούς. Δεν υπάρχει κατά Ιησού ευαγγέλιο, ενώ τα ιερά ευαγγέλια περιέχουν αντιφάσεις και δυσαρμονίες, που εσκεμμένα δεν έχουν αποκατασταθεί προκειμένου να υπενθυμίζουν ότι τα ευαγγέλια είναι ιστορίες ανθρώπων και όχι θείος λόγος. Άλλωστε και ο ίδιος ο Παύλος επισημαίνει ότι τα ευαγγέλια δεν είναι τίποτε άλλο από γάλα για μικρά παιδιά και ότι η πραγματική στερεή τροφή για τους λογικά σκεπτόμενους ενήλικες βρίσκεται στις επιστολές του. Καμία γλώσσα δεν μπορεί να θεωρηθεί «ιερή», αφού η γλώσσα του Ναζωραίου ήταν η «μετάφραση», όπως χαρακτηριστικά δηλώνει η Πεντηκοστή. Δεν υπάρχει καμία «κατηγορική προσταγή», κανένας νόμος, μόνο κριτική του νόμου και οποιουδήποτε παγιωμένου και μόνιμου ηθικού μορφώματος. Για παράδειγμα, για τις σεξουαλικές προτιμήσεις και τα σεξουαλικά ήθη, ο ίδιος ο Παύλος παραδέχεται ότι δεν έχει λάβει καμία θεία εντολή και διαρκώς επαναλαμβάνει πως ό,τι προτείνει στις εκκλησίες για τα θέματα αυτά προέρχεται από τη δική του ανθρώπινη σοφία (πρβ. Α΄ Κορ. 7,1-17).
Αντίθετα, υπάρχουν δύο ρυθμιστικές αρχές οι οποίες και διέπουν τη λογική του χριστιανικού πολιτικού κανονιστικού πλαισίου. Η πρώτη είναι η «αγάπη», αρχή η οποία σε ένα πιο καντιανό λεξιλόγιο θα μπορούσε να εκφραστεί ως εξής: «πράξε έτσι ώστε η κάθε σου ενέργεια να απευθύνεται στο ίδιο σου το παιδί». Η δεύτερη αρχή είναι η «ανάσταση», η οποία και πάλι θα μπορούσε να αποδοθεί στη φιλοσοφική γλώσσα του πλέον χριστιανού από τους μεγάλους φιλοσόφους του Διαφωτισμού, τον Ιμμάνουελ Καντ, ως εξής: «συμπεριφέρσου στον κάθε άνθρωπο σαν να ήταν αυτό που θα μπορούσε να γίνει, ηθικά τέλειος». Στη δεύτερη αυτή αρχή στηρίζεται πλέον το ποινικό μας δόγμα και η κατάργηση της θανατικής ποινής: θανατώνοντας έναν στυγερό δολοφόνο, του στερούμε το δικαίωμα να ξαναγεννηθεί, να ξαναγίνει «νέος», διαφορετικός, άλλος, ενώ ταυτόχρονα δεχόμαστε ότι ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να επαναλαμβάνει το παρελθόν του. Η «νεότητα» είναι η καινοφανής ιδέα της χριστιανικής θεωρίας, η οποία και απορρέει άμεσα από τις κανονιστικές αρχές της. Όπως χαρακτηριστικά λέει η Hannah Arendt στο άρθρο της για την «Κρίση της εκπαίδευσης», οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τη λέξη «νέοι» για τους εφήβους, θέλοντας έτσι να τονίσουν ότι πρόκειται για καινούργιους ανθρώπους, όχι για μια απλή επανάληψη του παλιού. Ο «νέος» και καθετί το «νέο» καλείται να αποδομήσει το παρελθόν και το «παλιό», να κρατήσει ό,τι καλό και χρήσιμο αυτό περιέχει, αναπροσαρμόζοντάς το στη διαρκώς αυξανόμενη διαφορετικότητα της κοινωνικής ζωής. Αν και όχι μέσω της επίσημης Εκκλησίας, η θεσμική ίδρυση της οποίας ακολούθησε το πρώτο κύμα της χριστιανικής σκέψης, το πνεύμα του Χριστιανισμού κατάφερε να μετασχηματίσει ριζικά τις ανθρώπινες κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Wolfgang Kullmann, ο πολύ σημαντικός αυτός Γερμανός κλασικός φιλόλογος: «Η σύγχρονη δημοκρατική ισότητα πρέπει να ερμηνευθεί ως εκκοσμίκευση της θρησκευτικής [χριστιανικής] νοοτροπίας της ισότητας όλων ενώπιον του Θεού» (πρβ. Γαλ. 3,13 και Κολ. 3,11). Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η χριστιανική Εκκλησία έχει ήδη ολοκληρώσει το ιστορικό της έργο, κάτι που αποδεικνύεται άλλωστε από το γεγονός ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της νεότερης φιλοσοφικής σκέψης και του Διαφωτισμού, το χριστιανικό πνεύμα πάλεψε ενάντια στην επίσημη θρησκεία και εναντίον της χριστιανικής Εκκλησίας. Το πνεύμα είχε ήδη εγκαταλείψει ένα νεκρό σώμα.
Τι απομένει άραγε στις μέρες μας στην επίσημη Εκκλησία; Η διαχείριση του παρελθόντος της μέσα από την τυπολατρία και την προσκόλληση στις παραδόσεις, τις ιεροτελεστίες και πολύ συχνά τις κοινωνικές προκαταλήψεις και προλήψεις, οι περισσότερες από τις οποίες προέρχονται από τον προχριστιανικό, παγανιστικό κόσμο του qui pro quo με τα θεία, δεν είναι αρκετή. Το αν θα καταφέρει να μεταρρυθμιστεί σε σημείο που να καταστεί εκ νέου κοινωνικός εταίρος στη δημιουργία της νέας ηθικής, είναι ένα ερώτημα στο οποίο μόνο η ίδια μπορεί να απαντήσει. Το νέο ηθικό πλαίσιο δεν μπορεί να είναι προϊόν μεταφυσικής επιταγής ή υπερβατικής εντολής κάποιας παρωχημένης θρησκοληψίας ή ιδεοληψίας. Οι υπερπολύπλοκες κοινωνίες απαιτούν υπερπολύπλοκα μέσα, στην αιχμή των οποίων βρίσκονται σήμερα ο γενικευμένος διάλογος και η φιλοσοφική ηθική. Ο γενικευμένος αυτός διάλογος διεξάγεται σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής μας, από τους πολιτικούς και κοινωνικούς ακτιβιστές έως τα κοινοβούλια. Λαμβάνει, δε, χώρα σε όλα τα μέσα της διαδικτυωμένης εποχής μας, στην υπηρεσία της οποίας μπαίνουν πλέον και εξελιγμένα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης. Σε αυτόν τον διάλογο, οι αρχές του Παύλου και των «ελληνιστών» έχουν ακόμη θέση.
Ο κ. Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.