Του Παναγιώτη Χριστιά
Σύμφωνα με την Hannah Arendt («Η κρίση της εκπαίδευσης», 1954), η πρώτη βασική αιτία υποβάθμισης της ποιότητας της παιδείας και των υπηρεσιών που προσφέρει η εκπαιδευτική λειτουργία στην αμερικανική κοινωνία του μεταπολέμου ήταν η απώλεια της αρχής (authority) που ασκούσε το διδασκαλικό και καθηγητικό σώμα πάνω στη μαθητιώσα νεολαία. Κατά την Γερμανοεβραία φιλόσοφο, το διδασκαλικό σώμα αποποιήθηκε την εξουσία που δικαιωματικά ασκούσε και όφειλε να ασκεί πάνω στις μαθήτριες και τους μαθητές στο όνομα του εξισωτισμού. Η κυρίαρχη αυτή κοινωνική τάση στην πολιτική συγκρότηση των ΗΠΑ δεν θα μπορούσε να μην επηρεάσει τον τόσο σημαντικό αυτόν τομέα διαμόρφωσης των νέων πολιτών. Το αμερικανικό εκπαιδευτικό κατεστημένο θεώρησε ότι στο όνομα της πολιτικής ισότητας και της δημοκρατίας, το μαθητικό σώμα έπρεπε να αυτοκυβερνάται, αφού χειραφετηθεί από την καθηγητική εξουσία και δημιουργήσει το ίδιο τους όρους και τους κανόνες της φοίτησής του. Η νοοτροπία αυτή, που έχει πλέον επικρατήσει και στην Ευρώπη, είναι σύμφωνα με την Αrendt ολέθρια. Η ίδια της η αρχή είναι λανθασμένη. Οι μαθητές και μαθήτριες πρέπει να μυηθούν στην πολιτική εξουσία μέσω της εκπαιδευτικής διαδικασίας, όχι να ασκούν πολιτική εξουσία εντός της. Βαθμιαία, η εκπαιδευτική κοινότητα, η οποία λειτουργούσε υπό την καθηγεσία του σώματος των διδασκόντων, μεταβλήθηκε σε ένα πολιτικό σύστημα όπου η εξουσία των δασκάλων αμφισβητήθηκε και πέρασε στους μαθητές τους.
«Η εκπαίδευση δεν μπορεί να παίξει κανένα ρόλο στην πολιτική, διότι στην πολιτική έχει κανείς να κάνει πάντα με εκείνους που είναι ήδη μορφωμένοι», γράφει η Arendt. Είναι ο λόγος για τον οποίο δεν μπορούμε να μορφώσουμε τους ενήλικες, οι οποίοι έχουν ήδη διαμορφωμένες και παγιωμένες αντιλήψεις και νοοτροπίες. Σκοπός της εκπαίδευσης είναι να μορφώσει και να μυήσει τους μαθητές και τις μαθήτριες στην πολιτική κοινωνία. Πριν ολοκληρωθεί η διαδικασία αυτή, η μαθητιώσα νεολαία είναι ανίκανη να αυτοκυβερνηθεί και πολύ περισσότερο να αναλάβει ηγετικό ρόλο στην εκπαιδευτική διαδικασία. Όταν όμως δίνεται πολιτική εξουσία σε άτομα αμύητα και αμαθή, τότε δεν γίνεται απλά κατάχρηση της εξουσίας αλλά και διαφθορά των νέων από την εξουσία την οποία λανθασμένα κατέχουν. Οι νέοι και οι νέες μετατρέπονται σε τυράννους, τόσο απέναντι στους δασκάλους τους όσο και απέναντι στους συμμαθητές και συμμαθήτριές τους. Δημιουργείται, γράφει η Arendt, «ένας κόσμος και μια κοινωνία παιδιών που είναι αυτόνομα και πρέπει να τους επιτραπεί να αυτοκυβερνώνται στο μέτρο του δυνατού. Ο ρόλος των ενηλίκων πρέπει να περιορίζεται στην υποβοήθηση αυτής της διακυβέρνησης. Είναι η ίδια η ομάδα των παιδιών που έχει την εξουσία να λέει σε κάθε παιδί τι να κάνει και τι να μην κάνει». Όσον αφορά το κάθε παιδί, καταλήγει η Αrendt, «βρίσκεται φυσικά σε χειρότερη κατάσταση από πριν, διότι η εξουσία μιας ομάδας, ακόμη και μιας ομάδας παιδιών, είναι πάντα πολύ ισχυρότερη και πολύ πιο τυραννική από εκείνη ενός ατόμου, όσο αυστηρή και αν είναι». Πόσο μάλλον όταν η εξουσία των ενηλίκων είναι εξουσία μορφωμένων και επιεικών ατόμων, ενώ η εξουσία της μαθητικής μάζας είναι τυραννία της αμάθειας και της σκληρότητας. Αυτή η τυραννία μεταφράζεται σήμερα στα ακραία φαινόμενα παραβατικότητας, και συχνά εγκληματικότητας, στις σχολικές αυλές.
Η δεύτερη βασική αιτία υποβάθμισης της παιδείας είναι, σύμφωνα με την Arendt, η απώλεια του κύρους, το οποίο απολάμβαναν οι καθηγητές και καθηγήτριες της μέσης εκπαίδευσης. Για αυτό ευθύνεται η εντελώς λανθασμένη κατεύθυνση που έχει πάρει σήμερα η παιδαγωγική επιστήμη και κυρίως η αδιανόητη εξουσία που της έχει δοθεί πάνω σε όλες τις υπόλοιπες επιστήμες. Η Hannah Arendt στηλίτευσε με δριμύτητα «αυτό το συνονθύλευμα σύγχρονων παιδαγωγικών θεωριών, οι οποίες προέρχονται από το κέντρο της Ευρώπης και αποτελούνται από ένα αδιανόητο μείγμα κοινοτοπιών και ανοησιών, να επιφέρει επαναστατικές αλλαγές σε ολόκληρο το εκπαιδευτικό σύστημα στο όνομα της εκπαιδευτικής προόδου». «Υπό την επίδραση της σύγχρονης ψυχολογίας και των πραγματιστικών δογμάτων», σημειώνει η Arendt, «η παιδαγωγική έχει γίνει μια επιστήμη της διδασκαλίας γενικά, σε σημείο που να είναι εντελώς ανεξάρτητη από το αντικείμενο διδασκαλίας. Καθηγητής θεωρήθηκε αυτός που είναι ικανός να διδάξει ... τα πάντα. Η εκπαίδευσή του τον δίδασκε να διδάσκει, όχι να κατέχει ένα συγκεκριμένο αντικείμενο».
Οι επιστήμες δεν θεωρούνται πλέον αποτέλεσμα εξειδίκευσης αλλά εγκυκλοπαιδικής γνώσης και κοινού νου. Ο καθηγητής του γυμνασίου και του λυκείου εξισώνεται με τον δάσκαλο του δημοτικού, του οποίου οι γνώσεις στις επιμέρους επιστήμες δεν χρειάζεται να είναι εκτεταμένες και εξειδικευμένες. Τα νέα προγράμματα σπουδών των λεγόμενων «καθηγητικών» πτυχίων μειώνουν στο ελάχιστο τα μαθήματα της επιστημονικής εξειδίκευσης, των μαθηματικών, της φυσικής, της βιολογίας, και αυξάνουν στο μέγιστο τα παιδαγωγικά μαθήματα. Η λογική αυτή γίνεται ακόμη πιο παράδοξη, όταν το σύστημα προαγωγής των καθηγητών και των καθηγητριών εντός του εκπαιδευτικού συστήματος στηρίζεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στα χρόνια διδακτικής εμπειρίας τους και όχι στην απόκτηση νέων επιστημονικών γνώσεων. Πώς όμως η τριβή με τους μαθητές καθιστούν κάποιον καλύτερο μαθηματικό, φυσικό, ιστορικό ή φιλόλογο; Μόνο οι διδακτορικές σπουδές και η αδιάκοπη ενασχόληση με την έρευνα μπορούν να έχουν αυτό το αποτέλεσμα. Η κρατούσα λογική λέει ότι η έρευνα και η επιστημονική εξειδίκευση λαμβάνουν χώρα στα πανεπιστήμια και επομένως δεν μπορούμε να απαιτούμε από τους καθηγητές της μέσης εκπαίδευσης να έχουν ερευνητικές δραστηριότητες. Κυρίως, βέβαια, το παρόν σύστημα απλά δεν τους το επιτρέπει αφού το μόνο που απαιτεί είναι παιδαγωγική και όχι επιστημονική επάρκεια.
* Ο κ. Παναγιώτης Χριστιάς είναι αν. καθηγητής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.