Του Παναγιώτη Καπαρή
«Μάγκας» διευθυντής μεγάλου οργανισμού του Δημοσίου, συνταξιούχος σήμερα, έλεγε μεταξύ καφέ και ταχινόπιτας, σε καφετέρια της Λευκωσίας, ότι οι συνάδελφοί του, οι οποίοι δούλευαν πραγματικά ήταν μόνο το 20%, ενώ οι υπόλοιποι ήταν «κηφήνες». Στην κουβέντα μπήκε αυθόρμητα πολυτάλαντος νεαρός, πλην άνεργος επιστήμονας, λέγοντας το απλό: «δηλαδή έκλεβαν νόμιμα το δημόσιο και τους φορολογούμενους πολίτες...». Αυθόρμητη και η απάντηση: «Έχεις απόλυτο δίκιο...». Και ξαφνικά συνειδητοποίησε από την έκφραση του προσώπου του, ότι ήταν και αυτός συνένοχος, αφού ήταν αφεντικό, σε όλη αυτή την «τρέλα». Τότε άρχισε τις δικαιολογίες και έριξε τις ευθύνες στους «κακούς», υπουργούς, βουλευτές, συντεχνιακούς και το διεφθαρμένο, ανώνυμο πάντα, σύστημα το οποίο προωθεί το ρουσφέτι και την αναξιοκρατία. «Καλά όλα αυτά δεν τα βλέπει ο γενικός ελεγκτής, ο Πρόεδρος, οι υπουργοί και όλοι οι διευθυντές του Δημοσίου...;» ήταν η επόμενη πιεστική αυτή τη φορά ερώτηση του νεαρού, για να πάρει και πάλι την αυθόρμητη απάντηση: «Όλα τα ξέρουν και όλοι παίζουν πελλόν, για τις καταραμένες ψήφους. Ο μόνος πραγματικός τρόπος αξιολόγησης στο Δημόσιο, είναι η κάρτα εισόδου και εξόδου και τα χρόνια υπηρεσίας». Η κουβέντα σταμάτησε εκεί, αλλά πλέον δεν είχε και τόση σημασία, αφού οι πικρές αλήθειες έμειναν λόγια του καφενέ.
Αγανακτισμένος χαμηλόμισθος δημόσιος υπάλληλος δεν έκρυβε την οργή του, για τη φιλαργυρία, την τσιγκουνιά του διευθυντή του. «Μια την άλλη, μου τηλεφωνά, να πάω να του φέρω καφέ από έξω, από διεθνή φίρμα, γιατί η δουλειά μου είναι και εκτός γραφείου και πολλές φορές ξεχνά, τάχα, να πληρώσει τον καφέ. Παίρνει τόσες χιλιάδες ευρώ κάθε μήνα και διερωτώμαι πού τις τρώει. Ξέρω εγώ, αλλά τα άδικα δεν ευλογούνται και ήδη πληρώνει πολλά για τις αππωμάρες του...». Και συνέχισε με μπινελίκια, για να παρέμβει στην κουβέντα συνταξιούχος πρώην υπάλληλος του υπουργείου Οικονομικών, ο οποίος άρχισε να μιλά για τα αφορολόγητα επιδόματα τα οποία «κερδίζουν» όλοι οι αξιωματούχοι και όλοι οι διευθυντές του Δημοσίου. «Λαμβάνουν σχεδόν ένα δεύτερο μισθό, χωρίς να δίδουν λογαριασμό σε κανένα και χωρίς να δικαιολογούν ούτε και ένα ευρώ...». Στην παρέα και διευθυντής μεγάλης ιδιωτικής επιχείρησης, ο οποίος ανέφερε: «εμείς έχουμε πιστωτικές κάρτες, με συγκεκριμένο όριο δαπανών για κάθε μήνα, τις οποίες μπορούμε να χρησιμοποιούμε μόνο για κεράσματα, είτε τραπέζια είτε γλυκά, είτε και για καφέδες. Αν δεν ξοδεύουμε τα χρήματα επιστρέφουν στο ταμείο του αφεντικού. Με τον τρόπο αυτό, προσελκύουμε νέους πελάτες, αποκτούμε νέους συνεργάτες και το κυριότερο, γινόμαστε αγαπητοί στους υφισταμένους μας, τους οποίους καθημερινώς κερνάμε χωρίς να σκεφτόμαστε. Ακόμη και οι πιο σπαγγοραμμένοι διευθυντές, πληρώνουν αβέρτα για κεράσματα».
Η κουβέντα του καφενέ προχώρησε σε άλλα «πικάντικα» επίπεδα, με κοινή συνισταμένη τις νόμιμες κλοπές. Τα στόματα άνοιξαν και άρχισαν να μιλούν για μικρά σκάνδαλα με ονόματα και επίθετα, αλλά πάντα χωρίς αποδείξεις. Αξιωματούχοι έβαζαν βαθιά «το δάκτυλο στο μέλι». Διευθυντές ενεργούσαν με την «κάτω» και όχι με την «πάνω» κεφαλή. Προϊστάμενοι, φόρτωναν ευθύνες και δουλειές στους υφιστάμενους τους. Αλλά και υπάλληλοι δήλωναν συνεχώς άρρωστοι για να μην δουλεύουν σε δύσκολες μέρες. Άλλοι έβαζαν συνεχώς «μέσο» για να μετακινηθούν σε δουλειές χωρίς ευθύνες και κόπο. Σε όλες τις περιπτώσεις, όμως, κανένας «κουτοπόνηρος» δεν απεμπολούσε τις αυξήσεις και τις προαγωγές, ενώ ποτέ δεν ξεχνούσαν το δρόμο της προσφυγής στη δικαιοσύνη.
Ο θυμός κάπου καταλάγιασε και τότε ήρθαν λυτρωτικές αλήθειες στο προσκήνιο. Όλα στο τέλος της ημέρας εδώ πληρώνονται και η θεία δίκη μπορεί μερικές φορές να αργεί, αλλά πάντα «εκτελεί» τους ηθικά ενόχους. Από το νόμο μπορεί πολλοί να ξεφεύγουν, με ακριβοπληρωμένους δικηγόρους, αλλά από τις ερινύες ουδείς. Τότε ξεκίνησαν ιστορίες, με πρωταγωνιστές του σκανδάλου του χρηματιστηρίου και άλλων πολλών σκανδάλων, οι οποίοι ζουν σε μέγαρα εκατομμυρίων, αλλά δεν μπορούν ούτε στιγμή να ησυχάσουν, από προσωπικά και φοβερά οικογενειακά προβλήματα. Για αξιωματούχους και διευθυντές του δημοσίου, οι οποίοι τα «έφαγαν» ή τους «έφαγαν» και τώρα ζουν στην «ψάθα». Για άλλους οι οποίοι δεν μπορούν να κοιμηθούν, γιατί έχουν γεμάτες τις τράπεζες σε φορολογικούς παραδείσους και δεν ξέρουν τι θα κάνουν όταν πεθάνουν, αφού δεν γνωρίζουν ούτε οι σύζυγοι ούτε τα παιδιά τους, τους κρυμμένους θησαυρούς. Τελικά, όλη η παρέα συμφώνησε ότι είναι καλύτερα να είσαι φτωχός και τίμιος, παρά πλούσιος και νόμιμος κλέφτης. Η ηρεμία της ψυχή, η καλή παρέα και η αγαπημένη οικογενειακή ζωή είναι ανεκτίμητες αξίες, οι οποίες δεν αγοράζονται ούτε με όλα τα πλούτη του κόσμου.