Του Παναγιώτη Καπαρή
«Ρε, τι έπαθα και έμαθα. Δεν το πιστεύω ακόμη. Πήγα για ένα χαρτί σε δημόσια υπηρεσία και γνώρισα αυτό το οποίο καλείται ψυχοπλακωμένη δημόσια υπηρεσία…» έλεγε αγανακτισμένος νεαρός σε καφετέρια της Λευκωσίας. Κυρία αρκετών δεκαετιών, δημόσιος υπάλληλος σε υπηρεσία, η οποία εξυπηρετεί πολίτες, καθόταν πίσω από το γκισέ και είχε το κεφάλι σκυμμένο μπρος τα εμπρός. Στα διπλανά γκισέ, οι νεαρότερες κοπέλες, δημόσιοι υπάλληλοι και αυτές, έτρεχαν και δεν προλάβαιναν, ενώ σχηματίστηκαν και ουρές από ανυπόμονους «πελάτες». Ένας νεαρός τόλμησε να ρωτήσει τη μεγάλη κυρία, αν μπορεί να τον εξυπηρετήσει. Η κυρία, χωρίς να σηκώσει καν το κεφάλι της, έδειξε με το δάκτυλό της το διπλανό γκισέ. Ο άνθρωπος αναγκαστικά σιώπησε, αφού είχε πολλές δουλειές και μεγάλες ανάγκες. Περίμενε υπομονετικά τη σειρά του και μονολογούσε «καλά να πάθουμε…». Όταν έφθασε η σειρά του, για να εξυπηρετηθεί, ρώτησε χαμηλόφωνα τη νεαρή υπάλληλο για τη συμπεριφορά της κυρίας, αλλά αντί απάντησης έλαβε έναν μορφασμό στο πρόσωπο, ο οποίος φανέρωσε πολύ περισσότερα από τα λόγια. Και μονολόγησε. «αχ, ρε κατακαημένε φορολογούμενε Κύπριε πολίτη…».
Στην παρέα του καφενέ, μπήκε στην κουβέντα συνταξιούχος, με ροζιασμένα χέρια και ρυτιδωμένο πρόσωπο. Ο άνθρωπος με πτυχίο πολυτεχνείου άρχισε να μιλάει για τη μικρή εμπειρία του στο Δημόσιο, πριν από πάρα πολλά χρόνια. Του έδωσαν ένα γραφείο και του ανέθεσε ο προϊστάμενός του να συμπληρώσει κάποια έντυπα. Σε λίγα λεπτά η δουλειά ολοκληρώθηκε. Αντί ευχαριστώ, έλαβε την υπόδειξη να μη βιάζεται και όλη η μέρα ήταν δική τους.
Πέρασε μια βδομάδα, ένας μήνας, δύο μήνες και η δουλειά ήταν τελικά «κάτεργα». Ήταν πάλη με τα νεύρα του και οργή για την κατάσταση, η οποία επικρατούσε στο τμήμα. Τότε, έλεγε, δεν είχα ούτε σύζυγο, ούτε παιδιά, ούτε και χρέη. Παραιτήθηκα, άνοιξα γκαράζ αυτοκινήτων και ήμουν ευτυχισμένος. Με τους φίλους, με τους πελάτες και με ατέλειωτη δουλειά, η οποία ήταν προσευχή και χαρά. Δημιουργούσα και χαιρόμουν κάθε φορά που επιδιόρθωνα μια μικρή μοτοσυκλέτα, ένα μεγάλο αυτοκίνητο, ένα τεράστιο μηχάνημα και ένα σωρό άλλες μηχανές. Δεν ξέρω, συνέχισε να λέει, αν θα είχα τη δύναμη να κάνω τη «μικρή μου επανάσταση», αν είχα παιδιά και χρέη. Το πιο πιθανό θα έμενα στη «φυλακή» του Δημοσίου, για να έχουν ένα καλύτερο πιάτο φαγητό τα παιδιά μου. Εμείς οι οποίοι βιώσαμε εισβολή και κατοχή και αντικρίσαμε τον Χάρο, είπε σχεδόν δακρυσμένος, σκεφτόμαστε διαφορετικά.
Η καλή παρέα του καφενέ συνέχισε την κουβέντα, για τα ψυχολογικά προβλήματα ανθρώπων με καλές δουλειές, με αμύθητο πλούτο και με τέλειες φαινομενικά οικογένειες. Πίσω από τις κλειστές πόρτες διαδραματίζονται απίστευτα δράματα και εγκλήματα, τα οποία σκοτώνουν, συνήθως, πρώτα τις ψυχές και ακολούθως τα σώματα. «Αργία μήτηρ πάσης κακίας…» έλεγε ο προχωρημένος της παρέας και αράδιασε δεκάδες παραδείγματα οκνηρών ανθρώπων στο Δημόσιο, οι οποίοι φορτώνουν πονηρά τις δουλειές και τις ευθύνες τους στους άλλους, για να ξεκουράσουν τάχα το κουρασμένο κορμί τους. Η μεγάλη τους έγνοια οι αυξήσεις, οι προαγωγές, το ύψος της σύνταξης. Η χαρά της δημιουργίας αποτελεί άγνωστη εμπειρία για τους ανθρώπους αυτούς, οι οποίοι υποφέρουν από το καθημερινό βάσανο του ρολογιού, το οποίο κινείται πάντα αργά.
Άνθρωποι με σπουδαία πτυχία μπαίνουν στο Δημόσιο σε νεαρή ηλικία, κάθονται πίσω από ένα γραφείο και αρχίζουν να προγραμματίζουν τη ζωή τους, με κάθε λεπτομέρεια, λες και διαβάζουν για εξετάσεις. Στα 30 θα παντρευτώ και θα αποκτήσω δύο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Στα 40 θα ξεχρεώσω το σπίτι μου και θα έχω τη λιμουζίνα μου. Στα 50 θα έχω κάνει 100 ταξίδια σε όλο τον κόσμο. Στα 60 θα έχω τα πρώτα μου εγγόνια και θα απολαμβάνω το εξοχικό μου, δίπλα στη θάλασσα. Και ξαφνικά όλα ανατρέπονται, αφού όταν ο άνθρωπος προγραμματίζει, ο Θεός γελά. Μια ασθένεια, ένας χωρισμός, μια νόμιμη κλοπή από τον κουμπάρο, φέρνουν τα πάνω κάτω και τότε αρχίζουν οι ψυχικές και σωματικές ασθένειες και ένα σωρό άλλα, απρογραμμάτιστα βάσανα.
Πολλά δεν θέλει ο άνθρωπος για να βρει το νόημα της ζωής και την πραγματική χαρά. Αγαπημένη οικογένεια, καλές παρέες, δημιουργική δουλειά, λίγο καλό φαγητό και ποτό και ηρεμία της ψυχής, η οποία πηγάζει πάντα εκ Θεού. Τα άλλα όλα, πολυτέλειες, δόξες και πλούτη, είναι εφήμερα και περιττά. Προκαλούν μόνο θόρυβο και φόβο, αφού όλοι «δύο μέτρα παίρνουν γη». Μια στιγμούλα η ζωή μας, μα προλαβαίνουμε, όπως έλεγε και ο σπουδαίος Νίκος Καζαντζάκης.