Του Παναγιώτη Καπαρή
Ο χρόνος σταμάτησε το 1974, σε πολλά κατεχόμενα χωριά και εξακολουθεί να μαρτυρά τις αλτρουιστικές, θρησκευτικές και ηθικές καταβολές των φτωχών ανθρώπων των προηγούμενων γενιών. Εισέρχεσαι με το αυτοκίνητο στην κατεχόμενη Λύση και σε άλλα χωριά της Μεσαορίας και βλέπεις πίσω από τα ταπεινά πλινθόκτιστα σπίτια, να προβάλλει ένα τεράστιο οικοδόμημα, η πετρόκτιστη εκκλησία της Παναγίας. Ανάλογα οικοδομήματα, είτε εκκλησίες είτε σχολεία, αντικρίζει κανείς ταξιδεύοντας στα περισσότερα χωριά της κατεχόμενης γης μας. Το εκπληκτικό είναι ότι τα εντυπωσιακά ακόμη και σήμερα οικοδομήματα, κτίστηκαν με εθελοντική εργασία όλων των κατοίκων και όχι με δωρεές, συνήθως τοκογλύφων, όπως συνέβαινε στις πόλεις της Κύπρου.
Στη Λύση για να κτιστεί η περίφημη εκκλησία Παναγίας, μεταξύ 1892 και 1901, κάθε βδομάδα οι κάτοικοι με τα κάρα τους, μετέβαιναν στη μακρινή τότε Ορόκλινη και έκοβαν πέτρες από τον λόφο της περιοχής και τις μετέφεραν στη Λύση. Αρχιτέκτονας και πρωτομάστορας, ο Χριστόδουλος Γρούτας ο «μάστρε Γιακουμής», ο οποίος ανέβαινε στο ποδήλατο, πήγαινε στην Αμμόχωστο, σε απόσταση 30 χιλιομέτρων και «αντέγραφε» την περίτεχνη πρόσοψη του ναού του Αγίου Νικολάου. Το 1920 κτίστηκε το κωδωνοστάσιο, το 1948 ο γυναικωνίτης και γύρω στο 1960, ο περίβολος του ναού, πάντα με εθελοντική εργασία όλων των κατοίκων του χωριού. Με εθελοντική εργασία, στηρίχθηκε και δημιουργήθηκε περίβολος, τη δεκαετία του 1950 και στο ξακουστό ανά το παγκόσμιο για τις συλημένες τοιχογραφίες του, εκκλησάκι του Αγίου Ευφημιανού.
Οι ποδοσφαιρικές ομάδες, πριν από τον πόλεμο και πριν από την εισαγωγή του επαγγελματικού ποδοσφαίρου, στηρίζονταν σε εθελοντικές προσφορές των φιλάθλων και των συγγενών των ποδοσφαιριστών. Οι μάνες και οι αδελφές έπλεναν τα ρούχα, ενώ το φαγητό πολλές φορές ήταν προσφορά από ταβέρνες. Η πληρωμή των τότε ποδοσφαιριστών στην πρώτη κατηγορία ήταν θέσεις στο δημόσιο και στις τράπεζες, με δυνατότητα να έχουν χρόνο για προπονήσεις. Κλητήρες, τηλεφωνητές, γραφείς και όταν υπήρχαν και διπλώματα Γυμνασίων, τότε οι θέσεις ήταν πιο ψηλές και σίγουρα καλύτερα αμειβόμενες. Υπήρχαν και περιπτώσεις ποδοσφαιριστών, οι οποίοι τύγχαναν στήριξης για να ανοίξουν πρακτορεία ΠΡΟΠΟ ή άλλες μικρές επιχειρήσεις, όπως περίπτερα.
Ένας παλαίμαχος ποδοσφαιριστής του ΑΣΙΛ Λύσης, ο οποίος αγωνιζόταν στην πρώτη κατηγορία, ο Γιώργος Φωκαΐδης, ακολούθησε πρόσφατα την ίδια πρακτική για να προωθήσει τη φύτευση με χόρτο του σταδίου της ΟΧΕΝ Περιστερώνας, στο χωριό το οποίο διαμένει μετά την προσφυγιά. Στόχος του, να μπορέσουν να αθλούνται τα παιδιά, οι νέοι και όχι μόνο, οι οποίοι δεν έχουν τις δυνάμεις να ενταχθούν σε επαγγελματικές ομάδες. Θέλησε να επαναλάβει τον «άθλο» της δεκαετίας του 1960, όταν το γήπεδο του ΑΣΙΛ Λύσης ήταν το πρώτο παγκυπρίως με γρασίδι και προβολείς. Ετοίμασε μια ξεχωριστή εκδήλωση, ένα διαφορετικό δείπνο. Πρόσφερε δωρεάν οφτό και γλυκά, δίπλα από το γήπεδο, στην αυλή της ΟΧΕΝ Περιστερώνας, το οποίο συνοδευόταν από ζωντανή μουσική με Κύπριους καλλιτέχνες, μερικοί από την Περιστερώνα. Οι παρευρισκόμενοι είχαν την ευκαιρία να αγοράσουν κρασιά, χαρουπόμελο και ανθόνερο, τα οποία πρόσφεραν δωρεάν ή σε πολύ χαμηλές τιμές, εκτιμητές της όλης προσπάθειας. Με αυτό τον τρόπο κατάφερε να μαζέψει ένα σημαντικό ποσό, για να ξεκινήσουν τα έργα για χορτοφύτευση του σταδίου. Η ανταπόκριση ήταν μεγάλη και έτσι έγινε το πρώτο και μεγάλο βήμα, προσφοράς προς τη νεολαία. Το όλο εγχείρημα έγινε μακριά από πολιτικές σκοπιμότητες, με απλότητα και ταπεινότητα, έτσι απλά, για το καλό των νέων του χωριού.
Τα χρόνια τρέχουν και 50 χρόνια μετά την εισβολή, ένας μετά τον άλλο οι πρόσφυγες φεύγουν για τις αιώνιες μονές και μαζί τους φεύγουν οι απλές καθημερινές πράξεις αλτρουισμού, οι οποίες ήταν για τους παλιούς ανθρώπους, απλές συνήθειες. Η φιλοξενία ενός διακονητή (επαίτη) με φαγητό και ύπνο, η φροντίδα ενός ηλικιωμένου, η προσφορά φαγητού σε έναν φτωχό γείτονα, το κτίσιμο ενός σπιτιού από τους συγγενείς και φίλους, τα δώρα στους γάμους και ένα σωρό άλλες πράξεις κοινωνικής αλληλεγγύης. Το χειρότερο κατάλοιπο της κατοχής είναι ίσως ο διασκορπισμός των προσφύγων σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της ελεύθερης Κύπρου, με αποτέλεσμα να εξασθενήσουν οι κοινωνικοί ακόμη και οι συγγενικοί δεσμοί. Στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική καταστροφή δημιουργήθηκαν η Νέα Σμύρνη, η Νέα Μηχανιώνα και πολλές άλλες κοινότητες, με όλους τους πρόσφυγες μαζεμένους. Έτσι, διατηρήθηκαν οι ανθρώπινοι δεσμοί. Στην Κύπρο το μόνο που μένει είναι να θυμούμαστε οι μεγαλύτεροι, το παλιό και ωραίο παρελθόν και τη φτώχεια της προσφυγιάς, η οποία δεν κουβαλούσε ούτε καταθλίψεις ούτε και εξαλλοσύνες.
kaparispan@yahoo.gr