Του Παναγιώτη Καπαρή
Για αιώνες, το παραδοσιακό καλωσόρισμα, το πρώτο κέρασμα, σε όλες τις χώρες της Ανατολής, δεν ήταν τίποτα άλλο από ψωμί με αλάτι. Γι’ αυτό και έμεινε η φράση «μαζί φάγαμε ψωμί και αλάτι», ως έκφραση αδελφικής φιλίας. Στην Ελλάδα, στο Άγιο Όρος και σε μερικά μοναστήρια στην Κύπρο, το πρώτο κέρασμα από τον αρχοντάρη, τον υπεύθυνο για τη φιλοξενία μοναχό, είναι ένα παραδοσιακό λουκούμι και ένα σφηνάκι ρακί. Στα χωριά της Κύπρου, το πρώτο κέρασμα στα καφενεία, ήταν ο καφές και ο λίζος (λουκούμι), τα οποία συνοδεύονταν και από τον καλό «καβγά», για το ποιος θα κεράσει τον ξένο μουσαφίρη.
Οι ξένοι επίσημοι επισκέπτες της κυβέρνησης και της Βουλής, αλλά και σχεδόν όλοι οι τουρίστες, το πρώτο πράγμα το οποίο αναζητούν όταν φθάνουν στο νησί, είναι τα παραδοσιακά φαγητά και ποτά. Δεν είναι μόνο το χαλούμι και η ζιβανία, αλλά και ένα σωρό άλλα εδέσματα, τα οποία οι «ψαγμένοι» εντοπίζουν στο διαδίκτυο ή απλώς ρωτούν και μαθαίνουν. Η κυπριακή φύση, ο ήλιος, το χώμα και η θάλασσα, μας χάρισαν πλουσιοπάροχα και γευστικότατα προϊόντα. Φαίνεται όμως ότι τα εκτιμούμε όταν πάμε στο εξωτερικό και κάνουμε τη σύγκριση με τις λεγόμενες γκουρμεδιές, οι οποίες όχι σπάνια σε αφήνουν νηστικό. Το «σαν την Κύπρο δεν έχει…» δεν είναι τυχαία έκφραση, αλλά φανερώνει τους φυσικούς «θησαυρούς» τους οποίους έχουμε και συνήθως δεν τους εκτιμούμε.
Καλό θα ήταν να γίνει μια δοκιμή και με συστηματικό τρόπο, να προσφέρονται παραδοσιακοί μεζέδες, για τα κεράσματα στους ξένους επίσημους. Στα συνέδρια και στις συναντήσεις, αντί για καφέδες, σοκολατάκια, τυροπιτάκια και άλλα αλμυρά, καλύτερα θα ήταν να προσφέρονται σουτζούκος, καρύδια, γλυκά του κουταλιού και γιατί όχι και ένα σφηνάκι ζιβανία. Ακόμη και στη διάρκεια των επίσημων γευμάτων και δείπνων, καλό θα είναι να προσφέρονται κυπριακοί μεζέδες, αντί ξενόφερτες κουζίνες. Η πρακτική της προσφοράς παραδοσιακών εδεσμάτων ακολουθείται σε πάρα πολλές χώρες και μάλιστα με μεγάλη ικανοποίηση των φιλοξενουμένων. Οι Κύπριοι πολιτικοί, οι οποίοι πραγματοποιούν επίσημες επισκέψεις, επιζητούν και χαίρονται όταν στα γεύματα και στα δείπνα, προσφέρονται παραδοσιακά φαγητά και τοπικά ποτά. Από την άλλη, είναι και ολίγον επικίνδυνο, αν όχι και χαζό, να προσφέρεις στην Κύπρο, «γκουρμέ» ξενόφερτες γεύσεις, όταν στο εξωτερικό υπάρχουν εκατοντάδες ή και χιλιάδες σεφ, οι οποίοι προσφέρουν πολύ πιο ευφάνταστα εδέσματα.
Κάποτε περηφανευόμασταν για την κυπριακή φιλοξενία, η οποία σήμερα έμεινε στα χαρτιά. Οι Κύπριοι, οι οποίοι εργάζονται στον τουριστικό τομέα και ειδικότερα αυτοί οι οποίοι έχουν επαφή με τους ξένους, είναι ελάχιστοι. Οι περισσότεροι είναι ξένοι, οι οποίοι δεν ξέρουν καν να χαμογελούν. Μπορεί να εκτελούν άψογα την δουλειά τους, αλλά ώς εκεί. Είναι δύσκολο να δημιουργήσουν ανθρώπινες σχέσεις και σχεδόν αδύνατο να αποκτήσουν φιλίες με τους επισκέπτες. Αυτό μπορεί να είναι το ικανοποιητικό για τους επιχειρηματίες, αλλά για την κυπριακή κοινωνία και οικονομία δεν είναι και το καλύτερο.
Στην Ελλάδα, κατάφεραν σε μεγάλο βαθμό, να διατηρούν την παραδοσιακή φιλοξενία. Κυρίως στα νησιά και τα βουνά, οι περισσότερες επιχειρήσεις είναι οικογενειακές και προσφέρουν παραδοσιακά φαγητά. Στην Κρήτη η φιλοξενία είναι ξεχωριστή, αφού όλοι θα σε υποδεχθούν με χαμόγελο, θα σε κεράσουν πρώτα ρακί και ακολούθως γλυκά και φρούτα. Όλα δικής τους παραγωγής και όλα σε λογικές τιμές. Ούτε σκέψη να σε κλέψουν, ούτε υποψία ότι θα σου προσφέρουν μπαγιάτικο φαγητό και ούτε μπορούν να διανοηθούν ότι θα φύγει ο πελάτης δυσαρεστημένος.
Ο ψεύτης και ο κλέφτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται, λέει η κυπριακή παροιμία και φαίνεται ότι ακόμη δεν καταλάβαμε ότι η μεγαλύτερη αξία σε αυτό τον τόπο, είναι η παράδοση και οι παραδόσεις μας και ότι οι κακόγουστες αντιγραφές ξένων πρακτικών, μάλλον οδηγούν σε κακοτράχαλα μονοπάτια. Οι «αρπακτές» έχουν κοντά πόδια και στο τέλος της ημέρας, προκαλούν ζημιά παρά κέρδη. Παράδοση δεν σημαίνει επανάληψη και αντιγραφή. Παράδοσις (με γιώτα) σημαίνει κίνηση, συνιστά νέα δημιουργία και αποτελεί πορεία προς το μέλλον, με βάση τις αρχές και τις αξίες του παρελθόντος. Η παραδοσιακή φιλοξενία, ξεκινά από τον Ξένιο Δία, τον πρώτο των θεών της Αρχαίας Ελλάδας, ο οποίος έδωσε, σύμφωνα με την μυθολογία, θρησκευτική διάσταση στην φιλοξενία. Στο διάβα των αιώνων, η φιλοξενία στον Χριστιανισμό, κατέστη ύψιστη αρετή. Σήμερα η επιστήμη του μάρκετινγκ έδωσε άλλες διαστάσεις στον όρο φιλοξενία, οι οποίες δεν διαφέρουν και πολύ από τις αρχέγονες εντολές του Ξένιου Δία. Και πολύ απλά, όπως λένε στους καφενέδες, αν δεν δώσεις, δεν μπορείς να λάβεις.