Του Παναγιώτη Καπαρή
Χειμωνιάτικος ήλιος με «δόντια» και πίσω από τα τζάμια του παραθύρου, ο καλός και ολίγον ατημέλητος παππούλης, μαζί με τον έρωτα της ζωής του, την αγαπημένη του γυναικούλα, απολάμβαναν ζεστές στιγμούλες χαράς. Παρέα και η «ζωογόνος» ζιβανία, την οποία συνόδευαν με λίγες κούνες, λίγους ξηρούς καρπούς. Θυμήθηκαν τα παλιά και «φιλοσοφούσαν γαρ μετ’ ευτελείας και άνευ μαλακίας». Μια ζωή σε λίγες στιγμές και λίγες στιγμούλες χαράς, αρκούσαν και ξεπερνούσαν σε αξία, τα πλούτη όλου του κόσμου.
Στο ιδιότυπο «μπαρ της χαράς» τα σκαμμένα πρόσωπα και τα ροζιασμένα χέρια ανέδυαν φως και λάμψη ευτυχίας. Επιστροφή στο μέλλον, χωρίς έγνοια και χωρίς αγωνία για το αύριο. Τα πειράγματα και το γέλιο, οι ευτράπελες ιστορίες του χθες σκέπαζαν τους σωματικούς πόνους και το άγχος του θανάτου. Όλα κυλούσαν χαρούμενα, κάτω από τις ζεστές χειμωνιάτικες ακτίνες του ήλιου, οι οποίες εναλλάσσονταν με τα «ψυχοπλακωτικά» γκρίζα σύννεφα.
Έτσι απλά. Πότε πάνω, πότε κάτω και πότε ανάμεσά τους. Οι χρόνοι έρχονται παρέρχονται και μεταξύ «ποτού και τυριού», ο άνθρωπος κάνει μοιραία κάποιες «στάσεις» στο διάβα της ζωής και σιγοτραγουδά με τον δικό του τρόπο: «Δυο πόρτες έχει η ζωή, άνοιξα μια και μπήκα, σεργιάνισα ένα πρωινό, κι ώσπου να 'ρθει το δειλινό από την άλλη βγήκα...» και ενίοτε μνημονεύει τη σπουδαία στιχουργό, όσο και μοιραία γυναίκα, την Ευτυχία Παπαγιανοπούλου.
Ένας άλλος σπουδαίος τραγουδοποιός, ο Διονύσης Τσακνής, τραγουδά: «μα εμένα τη στιγμούλα μου πίσω ποιος θα μου δώσει, εγώ ό,τι αγάπησα σ’εκείνη το χρωστώ». Όλα ξεκινούν και όλα τέμνονται τελικά στον έρωτα και την αγάπη, η οποία ανατρέπει τον χρόνο και κονιορτοποιεί τη θλίψη. Ο χρόνος μπορεί αντικειμενικά να μετριέται με τη διάρκεια, αλλά η αξία του προσδιορίζεται από την ποιότητα τη στιγμής, από την ένταση της ευτυχίας, από το ύψος της αγάπης και τελικά από την επικοινωνία με τον Θεό, ο οποίος δεν είναι τίποτα άλλο, παρά βιωμένη αγάπη.
Η γερόντισσα Γαβριηλία, η αγία των Ινδιών, ξεπερνώντας το άγχος και την αγωνία του χώρου και του χρόνου, έλεγε: «Φεύγω από αυτόν τον κόσμο, όπως όταν περνά μια βάρκα που δεν αφήνει κανένα σημάδι πίσω της, πάνω στο νερό. Όμως δεν έχω τύψεις. Αυτό είναι! Απάθεια! Αν ήθελε ο Κύριος, μπορούσε να με κάνει άλλο πράγμα. Αλλά Εκείνος προπορεύεται κι εγώ τρέχω πίσω Του και κοιτάω τα Θαύματα που κάνει! Είμαι μόνο ένας θεατής». Βιωμένη εμπειρία ζωής, η οποία δεν είναι μοιρολατρία, αλλά τολμηρή κίνηση ελευθερίας. Η έξοδος από την ατέρμονη κυκλική φορά των ρεόντων, όπως θα έλεγαν και οι φιλοσοφούντες, γίνεται μόνο με τη βίωση της ανιδιοτελούς αγάπης, με το απλό άγγιγμα των ψυχών και σωμάτων.
Στο μεταίχμιο του ημερολογιακού χρόνου, την ώρα που ο άνθρωπος αφήνει για λίγο την τρέλα της καθημερινότητας, τον φόβο της πανδημίας και τις μικρότητες των ανθρώπων, η ψυχή ανάγεται, βλέπει τα πάντα από ψηλά και σιγοτραγουδά νοερά μαζί με τον Κώστα Χατζή: «Όταν κοιτάς από ψηλά, μοιάζει ο κόσμος ζωγραφιά, και συ τον πήρες σοβαρά... Κι ό,τι σε πλήγωσε ή σε θάμπωσε, από ψηλά αν το κοιτάξεις, θα σου φανεί τόσο ασήμαντο, που στη στιγμή θα το ξεχάσεις...».
Ο Νίκος Καζαντζάκης είπε το σπουδαίο: «μια αστραπή η ζωή μας... μα προλαβαίνουμε». Και υπέδειξε ο μέγας συγγραφέας: «έχεις τα πινέλα, έχεις τα χρώματα, ζωγράφισε τον παράδεισο και μπες μέσα...» Αλλά, έλα που όλα «πατούν» στα γονίδια των προγόνων, στη δύναμη του μυαλού και στην ένταση των συναισθημάτων. Αποτέλεσμα η πάλη για τη ζωή, για τα δικαιώματα των ανθρώπων, για το δίκαιο, για την εξουσία και για την επιδεκτική ευτυχία, αποδεικνύονται μια συνεχής πλάνη, μια ατέλειωτη σκιά, ένα μεγάλο ψέμα. Αυτό το οποίο τελικά μένει είναι οι στιγμούλες της ειρήνης, της ψυχής και της χαράς του σώματος. Οι στιγμούλες ευτυχίας, οι οποίες δεν μπορούν να αγοραστούν ούτε με τα πλούτη όλου του κόσμου.
Ο καλός άνθρωπος, ωραίος τρελός του ελληνικού κινηματογράφου, ο σοφός Θανάσης Βέγγος, τα είπε όλα με μια παραγγελιά: «έπρεπε να γεράσω, αγόρι μου, για να μάθω τι είναι ευτυχία. Τελικά ευτυχία είναι ένα ζευγάρι χέρια, δύο χέρια... Αυτά που θα σε αγκαλιάσουν, θα σε κρατήσουν, θα σε κοιμίσουν, θα σε περιποιηθούν, θα σου μαγειρέψουν, θα σε χαϊδέψουν και στο τέλος θα σου κλείσουν τα μάτια. Τα πολλά χέρια απλά σε κατσιάζουν... Χάσιμο χρόνου. Θα το δεις κι εσύ όσο μεγαλώνεις...».