Του Παναγιώτη Καπαρή
«Σούπερ πατριώτης» ο οποίος δεν θέλει να ακούσει ούτε λέξη για συμβίωση με τους Τουρκοκύπριους, ούτε και για λύση ομοσπονδίας, αλλά σκληρά βασανισμένος και βαθιά πονεμένος, μονολογούσε ότι: «ο μόνος λόγος για τον οποίο πηγαίνω στα Κατεχόμενα είναι για να προσκυνώ τον Απόστολο Αντρέα και τον τάφο του Αποστόλου Βαρνάβα. Εκεί είναι η παρηγοριά μου και εκεί συνάντησα το θαύμα… Λέω στον Άγιο της Καρπασίας: Απόστολε μου Αντρέα, που είσαι στο περιγιάλι, βάλε το χέρι σου… και ο Άγιος ανταποκρίνεται πάντα με τον σωστό τρόπο, στην κατάλληλη ώρα…». Οι ιστορίες με πονεμένους ανθρώπους είναι ατέλειωτες, όπως ατέλειωτα είναι και τα θαύματα τα οποία βιώνουν χιλιάδες άνθρωποι, ακόμη και Τουρκοκύπριοι οι οποίοι «αγγίζουν» μυστικά τον «σιωπηλό» Θεό.
Πριν από μερικές μέρες παρουσιάστηκε το τρίτομο έργο: «Θρησκευτικές εικόνες της Καρπασίας» μια σπουδαία έκδοση, την οποία επιμελήθηκαν, ο βυζαντινολόγος δρ Χριστόδουλος Χατζηχριστοδούλου, η αρχαιολόγος Θέκλα Καλλή και πολλοί άλλοι, με τις ευλογίες του Επισκόπου Καρπασίας Χριστοφόρου. Το εκπληκτικό αυτό έργο καταγράφει και όλα τα μικρά και μεγάλα θαύματα, τα οποία λέγονταν για δεκαετίες από στόμα σε στόμα και ποτέ δημοσίως, για τον φόβο των εχθρών μας. Δηλαδή, τον δύσκολο και εξαιρετικά επικίνδυνο τρόπο, με τον οποίο μεταφέρθηκαν στις ελεύθερες περιοχές από εγκλωβισμένους, εκκλησιαστικοί θησαυροί από εκκλησίες και εξωκκλήσια της Καρπασίας. Αρχαίες θαυματουργές εικόνες, δισκοπότηρα, άμφια και πολλοί άλλοι φορητοί εκκλησιαστικοί θησαυροί. Όλα μεταφέρονταν με θερμότατη προσευχή και πάντα υπό τη σκέπη της Παναγίας, του Αποστόλου Αντρέα και όλων των αγίων της Καρπασίας. Και το θαύμα πάντα νικούσε τη λογική και τον φόβο.
Τύχη αγαθή, πριν από πολλά χρόνια στάθηκα μάρτυρας πολλών ιστοριών από ανθρώπους, μερικοί από τους οποίους δεν βρίσκονται σήμερα στη ζωή, οι οποίοι μετέφεραν με κίνδυνο της ζωής τους, εικόνες και άλλα ιερά κειμήλια στις ελεύθερες περιοχές, λίγο μετά το 1974. Πρώτο, μεγάλο και ιδιαιτέρως δύσκολο εγχείρημα, ήταν η συλλογή των θησαυρών από εκκλησίες και εξωκκλήσια. Συνήθως σε ώρες κοινής ησυχίας, έπαιρναν τα ζώα τους για να βοσκήσουν δίπλα από εξωκκλήσια. Μάζευαν τους θησαυρούς, τους έχωναν στα στήθια τους και τους μετέφεραν στα σπίτια τους. Για μεγαλύτερους σε όγκο θησαυρούς, συνήθως εικόνες, το εγχείρημα ήταν πολύ πιο δύσκολο και πολλές φορές κινούνταν ομαδικά τα βράδια για να πετύχουν τον στόχο τους.
Η μεταφορά των εκκλησιαστικών θησαυρών δεν ήταν πάντα επιτυχημένη υπόθεση, αφού οι κατοχικές δυνάμεις, στρατιώτες και Τουρκοκύπριοι, έψαχναν «ευρετές», μικρούς θησαυρούς, για να πλουτίσουν. Το παράδειγμα των γερόντων μοναχών του Αποστόλου Βαρνάβα και οι μαρτυρίες των τριών αδελφών στην κάμερα του ΡΙΚ, ακόμη συγκλονίζει. Φόρτωσαν τους θησαυρούς σε ένα φορτηγό, πιστεύοντας τις διαβεβαιώσεις των ανθρώπων των Ηνωμένων Εθνών. Ωστόσο το φορτηγό δεν ακολούθησε την διαδρομή των μοναχών, οι οποίοι έφθασαν στις ελεύθερες περιοχές μόνο με τα ράσα τους και τον μεγάλο τους πόνο.
Ο Χριστόδουλος Χατζηχριστοδούλου, στο τρίτομο έργο, καταγράφει συγκλονιστικές μαρτυρίες μεταφοράς ιερών κειμηλίων και εικόνων στις ελεύθερες περιοχές. Ανάμεσα τους: «Ο ιερέας της Αιγιαλούσης π. Ηλίας Παπαηλία με κίνδυνο της ζωής του, διέσωσε με τη Δώρα Σεργίδου τις εικόνες και τα ιερά σκεύη των ναών της Αγίας Μαρίνης και της Ζωοδόχου Πηγής Αιγιαλούσης, εικόνες από τον ναό του Αγίου Θύρσου και από τον ναό του Αγίου Πολυχρονίου Μελάναρκας. Η πρεσβυτέρα του Δέσποινα, η Μαρία Κάλλαττα και η Δώρα Σεργίδου διέσωσαν τις εικόνες από το παρεκκλήσιο του Αγίου Γεωργίου Καλαμιάς Αιγιαλούσης. Οι εικόνες μεταφέρθηκαν στις ελεύθερες περιοχές τυλιγμένες σε υφάσματα και παπλώματα… Ο π. Ηλίας, μαζί με τους εγκλωβισμένους π. Λοΐζο, Μιχάλη Παπαλοΐζου και τον γιο του Αβερκίου, πήγαν στον ναό του Αγίου Πολυχρονίου στη Μελάναρκα για να διασώσουν τα κειμήλιά του. Ο ναός ήταν λεηλατημένος, οι εικόνες και το εικονοστάσιο παιξούμενες (δηλ. πυροβολημένες). Αφού φόρτωσαν τις εικόνες στο ημιφορτηγό αυτοκίνητό τους, έκοψαν κλαδιά δέντρων και τις έκρυψαν από κάτω και με τον τρόπο αυτό τις διέσωσαν… Στην Αγία Τριάδα, η κυρία Μηλίτσα είδε σε όραμα τον άγιο Νικόλαο που της είπε «πού φεύγεις να με αφήσεις...». Ανάφερε το γεγονός στον ιερέα της Γιαλούσας, παπα-Λοΐζο και με την ευλογία και συγκατάθεσή του, τύλιξε την εικόνα του Αγίου Νικολάου σε σεντόνια και τη μετέφερε στο χωριό Κλαυδιά…». Το μόνο που μένει είναι να μακαρίσουμε τους άγιους, ταπεινούς παπάδες και τους άλλους εγκλωβισμένους, οι οποίοι διακινδύνευσαν τη ζωή τους για τη διάσωση των «ζωντανών» εικόνων και άλλων εκκλησιαστικών θησαυρών, οι οποίες θαυματούργησαν και θαυματουργούν ακόμη. Και όλα αυτά αναμένοντας και το μεγάλο θαύμα της επιστροφής στα αγιασμένα εδάφη της κατεχόμενης Κύπρου.