Του Παναγιώτη Καπαρή
Πτωχός παππούλης, πάλαι ποτέ αταχτούλης, μόνος και έρμος, σε ένα άθλιο προσφυγικό σπίτι, με μια καλότατη αλλοδαπή φροντίστρια, έβαλε πείσμα και δεν δεχόταν να χρησιμοποιήσει πιστωτική κάρτα, για να λαμβάνει χρήματα από τις αυτόματες μηχανές έξω από τις τράπεζες. Ο άνθρωπος είναι τετραπέρατος και ξέρει άριστα όλα τα κόλπα του διαδικτύου και όλες τις «καλές» ιστοσελίδες. Ο παππούλης επέμενε να πηγαίνει με το μπαστούνι του, δύο φορές τον μήνα, ενίοτε και κάθε βδομάδα, στην τράπεζα, για να πάρει λίγα χρήματα από την πενιχρή σύνταξή του.
Η καλή αλλοδαπή γυναίκα, από την άλλη άκρη της γης, η οποία έμαθε και τα λίγα ελληνικά, δοκίμασε επανειλημμένως να πείσει τον παππούλη να δεχθεί να πάρει πιστωτική κάρτα, ώστε να εξοικονομήσει και λίγα χρήματα από τις πολύ ψηλές χρεώσεις των τραπεζών. Η απάντηση του παππού ήταν αφοπλιστική: «Αν το κάνω αυτό, δεν θα χρειαστεί να βγω από το σπίτι. Κάθε φορά που μπαίνω στην τράπεζα, συναντώ παλιόφιλους, με τους οποίους κουβεντιάζω και καμιά φορά πίνουμε και καφέ. Είμαι μόνος όλη μέρα και η επίσκεψη στην τράπεζα αποτελεί παρηγοριά για μένα. Βγάζω τις πιτζάμες, φορώ τα καλά μου ρούχα και έχω μια αιτία να βγω από τους τέσσερις τοίχους του σπιτιού μου». Προχώρησε ακόμη ένα βήμα και μίλησε με πολλή χαρά για τις επισκέψεις τις οποίες δέχθηκε στο νοσοκομείο, όταν νοσηλευόταν, από τον φίλο του στην τράπεζα, αλλά και από τον μπακάλη και τον περιπτερά της γειτονιάς του.
Η καλή φροντίστρια δεν τα έβαλε κάτω και έβαλε τη γειτόνισσα να πείσει τον παππού να αλλάξει τακτική. Αλλά και πάλι «εις μάτην εκοπίασεν». Ο κοσμογυρισμένος παππούλης άνοιξε την καρδιά του και μίλησε για τη χαρά την οποία αισθάνεται όταν βλέπει ανθρώπους στα μάτια, όταν κάνει χειραψίες, όταν κουβεντιάζει και όταν πίνει καφέ με φίλους. Μίλησε για τη βαριεστιμάρα του όταν βλέπει όλη μέρα εικόνες και βίντεο στο κινητό τηλέφωνο, όταν ανταλλάζει μηνύματα με γνωστούς και άγνωστους και όταν αναγκάζεται να παρακολουθηθεί τις καταθλιπτικές ειδήσεις, για να ξέρει τι γίνεται στον κόσμο. Η αλλοδαπή κυρία «παραδόθηκε» και από τότε, πρώτα κουβεντιάζει με τον σοφό παππούλη και ύστερα αρχίζει τις δουλειές του σπιτιού.
Ο καλός παππούλης, πήρε θάρρος και όλο λέει και λέει ιστορίες από την πολύπαθη ζωή του, για την κακή του μοίρα, για τις δικές του αδυναμίες, για τα δικά του πάθη, για να καταλήξει πάντα με τη φράση ότι «χόρτασε τη ζωή». Συχνά-πυκνά κάνει και αναφορές στον αγαπημένο του Καβάφη και ειδικά στο ποίημα του Ιθάκη. «Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη, να εύχεσαι να ’ναι μακρύς ο δρόμος, γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις. Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι…». Τώρα τι σημασία έχει αν ο άνθρωπος απέναντι από τον παππούλη δεν καταλαβαίνει όλα όσα λέει. Σημασία έχει ότι ο ρυτιδωμένος άνθρωπος, στο ηλιοβασίλεμα της ζωής του, μπορεί και βλέπει ένα πρόσωπο το οποίο χαμογελά και εκπέμπει καλοσύνη. Και η κυρία από την άλλη, βλέπει ένα άνθρωπο ο οποίος μιλά και εκπέμπει χαρά και όχι νεύρα, θλίψη και γεροντική κατάθλιψη.
Αγαπημένος ποιητής, του καλού παππούλη, είναι και ο Νίκος Καββαδίας, παρόλο που ο ίδιος ταξίδευε μόνο με αεροπλάνα σε εξωτικούς και πονηρούς προορισμούς. Μιλούσε στην καλή του φροντίστρια, την οποία ερωτεύτηκε πλατωνικά και δεν μπορούσε ούτε μέρα χωρίς την παρουσία της, για τους έρωτες της ζωής του, για τα ταξίδια του, για την αγάπη του για τη θάλασσα και για τις μεγάλες απογοητεύσεις και αποτυχίες τής ζωής του. «Κτυπούσα το κεφάλι μου στον τοίχο, αλλά και πάλι δεν σταματούσα…» έλεγε, αποκαλύπτοντας προσωπικά του δράματα. Ο παππούλης –όχι σπάνια– τέλειωνε την κουβέντα του με στίχους του Καββαδία: «Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής, των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων, και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές, χωρίς να σκίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.» Και τι σημασία είχε αν η «σύντροφός» του δεν καταλάβαινε τα λόγια του. Η πληρωμή του ήταν το χαμόγελο και τα δυο της χέρια, τα οποία κοπίαζαν για να τον φροντίσουν. Και όλα καταλήγουν στον «τελευταίο χορό» του Χάρη και του Πάνου Κατσιμίχα: «Τίποτα δεν έχει αλλάξει και τίποτα δεν είναι όπως παλιά, μένει όμως ακόμα ένα πείσμα, που δεν είναι συνήθεια μοναχά. Γέλα, γέλα πουλί μου γέλα, γέλα, κι είν’ η ζωή μια τρέλα…».